του James Petras
Εισαγωγή: Το χρηματοδοτημένο από ΗΠΑ και ΕΕ πραξικόπημα στην Ουκρανία και η μετατροπή της τελευταίας από σταθερό εμπορικό εταίρο της Ρωσίας, σε ένα κατεστραμμένο οικονομικά πελατειακό καθεστώς της ΕΕ και βάση εξόρμησης του ΝΑΤΟ, καθώς επίσης και οι συνεπαγόμενες οικονομικές κυρώσεις σε βάρος της Ρωσίας για την υποστήριξή της στην πλειοψηφία του ρωσόφωνου πληθυσμού στην περιοχή του Ντονμπάς και την Κριμαία, σκιαγραφούν με γλαφυρό τρόπο την επικίνδυνη ευπάθεια της ρωσικής οικονομίας και του ρωσικού κράτους.
Η προσπάθεια που βρίσκεται αυτή τη στιγμή σε εξέλιξη προκειμένου η Ρωσία να θωρακίσει την εθνική της ασφάλεια και την οικονομική της βιωσιμότητα ερχόμενη αντιμέτωπη με αυτές τις προκλήσεις χρήζει κριτικής ανάλυσης των πολιτικών και των δομών που αναδύθηκαν στη μετασοβιετική περίοδο.
Η λεηλασία ως ιδιωτικοποίηση
Κατά τη διάρκεια του τελευταίου τέταρτου του αιώνα, δημόσια περιουσία αξίας πολλών τρισεκατομμυρίων δολαρίων σε κάθε τομέα της ρωσικής οικονομίας μεταβιβάστηκε παράνομα ή οικειοποιήθηκε βίαια από μια δράκα γκάνγκστερ-ολιγαρχών που δρούσαν μέσω ένοπλων συμμοριών, ιδιαίτερα κατά την διάρκεια "μετάβασης στον καπιταλισμό".
Από το 1990 έως το 1999, πάνω από 6 εκατομμύρια ρώσοι πολίτες πέθαναν πρόωρα εξαιτίας της καταστροφικής κατάρρευσης της οικονομίας. Το προσδόκιμο ζωής για τους άρρενες πολίτες μειώθηκε από τα 67 χρόνια κατά τη διάρκεια της Σοβιετικής περιόδου στα 55 κατά τη διάρκεια της περιόδου Γιέλτσιν. Το ΑΕΠ της Ρωσίας συρρικνώθηκε κατά 60% - περίπτωση χωρίς ιστορικό προηγούμενο για χώρα που δεν βρίσκονταν σε εμπόλεμη κατάσταση. Μετά τη βίαιη κατάληψη της εξουσίας από τον Γιέλτσιν και τον βομβαρδισμό του ρωσικού κοινοβουλίου, το καθεστώς "έθεσε ως πρώτη προτεραιότητα" την ιδιωτικοποίηση της οικονομίας, ξεπουλώντας την ενέργεια, τους φυσικούς πόρους, τις τράπεζες, τους τομείς των μεταφορών και των επικοινωνιών, στο ένα δέκατο (ή ακόμα λιγότερο) της πραγματικής τους αξίας σε "φίλους" που είχαν τις κατάλληλες διασυνδέσεις και νομικά πρόσωπα του εξωτερικού. Συμμορίες ένοπλων κακοποιών, οργανωμένες από τους αναδυόμενους ολιγάρχες, "ολοκλήρωσαν" το πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων με επιθέσεις, δολοφονίες και απειλές ανταγωνιστών. Εκατοντάδες χιλιάδες γηραιών συνταξιούχων πετάχτηκαν έξω από τα σπίτια τους και τα διαμερίσματά τους σε μια αδυσώπητη διαρπαγή γης από βίαιους κερδοσκόπους ακινήτων. Ακαδημαϊκοί σύμβουλοι σε οικονομικά θέματα από τις ΗΠΑ και την Ευρώπη "συμβούλευαν" ανταγωνιστές ολιγάρχες και υπουργούς της κυβέρνησης πάνω στις πιο "αποτελεσματικές" τεχνικές της αγοράς για την λεηλασία της οικονομίας, ενώ παράλληλα εισέπρατταν παχυλές αμοιβές και προμήθειες - όσοι είχαν τις κατάλληλες διασυνδέσεις έκαναν περιουσίες. Στο μεταξύ, κατέρρευσε το βιωτικό επίπεδο, φτωχοποιώντας τα δύο τρίτα των ρωσικών νοικοκυριών, οι αυτοκτονίες τετραπλασιάστηκαν και οι θάνατοι από υπερκατανάλωση αλκοόλ, εξάρτηση από ναρκωτικά, AIDS και αφροδίσια νοσήματα έγιναν ανεξέλεγκτοι. Η σύφιλη και η φυματίωση έλαβαν διαστάσεις επιδημίας - ασθένειες που βρίσκονταν υπό απόλυτο έλεγχο επί σοβιετικής περιόδου επανεμφανίστηκαν με το κλείσιμο κλινικών και νοσοκομείων.
Φυσικά, τα αξιοσέβαστα δυτικά ΜΜΕ επέχαιραν για τη λεηλασία της Ρωσίας βαφτίζοντάς την μετάβαση σε "ελεύθερες εκλογές και στην οικονομία της ελεύθερης αγοράς". Έγραφαν περίλαμπρα άρθρα περιγράφοντας την πολιτική δύναμη και κυριαρχία των γκάνγκστερ-ολιγαρχών σαν μια αντανάκλαση μιας αναδυόμενης "φιλελεύθερης δημοκρατίας". Το ρωσικό κράτος μετατράπηκε έτσι από μια παγκόσμια υπερδύναμη σε ένα αξιοθρήνητο πελατειακό καθεστώς διαβρωμένο από τις δυτικές μυστικές υπηρεσίες και ανίκανο να κυβερνηθεί και να επιβάλλει την τήρηση των συμφωνιών και των συνθηκών που συνήψε με τις δυτικές δυνάμεις. Οι ΗΠΑ και η ΕΕ υποκατέστησαν ταχύτατα τη ρωσική επιρροή στην ανατολική Ευρώπη και απέσπασαν γρήγορα πρώην κρατικές βιομηχανίες, τα ΜΜΕ και τους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς. Κομμουνιστές, αριστεροί ακόμα και εθνικιστές αξιωματούχοι οδηγήθηκαν στην έξοδο και αντικαταστάθηκαν από προσαρμοστικούς και υποταγμένους στο ΝΑΤΟ και την ελεύθερη αγορά πολιτικούς. Οι ΗΠΑ και η ΕΕ παραβίασαν και την τελευταία συμφωνία που είχε υπογραφεί ανάμεσα στον Γκορμπατσόφ και τη Δύση: τα καθεστώτα της Ανατολικής Ευρώπης έγιναν μέλη του ΝΑΤΟ, η Δυτική Γερμανία προσάρτησε την Ανατολική και οι στρατιωτικές βάσεις επεκτάθηκαν και έφτασαν μέχρι τα σύνορα της Ρωσίας. Στη χώρα ιδρύθηκαν "think tank" υπέρ του ΝΑΤΟ και παρείχαν πληροφορίες και αντιρωσική προπαγάνδα. Εκατοντάδες ΜΚΟ, χρηματοδοτούμενες από τις ΗΠΑ, λειτουργούσαν στο εσωτερικό της Ρωσίας σαν όργανα προπαγάνδας και οργάνωσης "δουλοπρεπών" νεοφιλελεύθερων πολιτικών. Στον πρώην Σοβιετικό Καύκασο και την Άπω Ανατολή, η Δύση υποκίνησε αυτονομιστικά σεκταριστικά κινήματα και ένοπλες εξεγέρσεις, ειδικά στην Τσετσενία. Οι ΗΠΑ υποστήριξαν δικτάτορες στον Καύκασο και διεφθαρμένες μαριονέτες στην Γεωργία. Το ρωσικό κράτος αποικιοποιούνταν και ο υποτιθέμενος ηγέτης του, ο Μπόρις Γιέλτσιν, συχνά σε κατάσταση μεθυσμένης νάρκης, στηρίχθηκε και χειραγωγήθηκε προκειμένου να εκδίδει εκτελεστικά διατάγματα... οδηγώντας στην περεταίρω αποσύνθεση του κράτους και της κοινωνίας.
Ο ρωσικός λαός αντιλαμβάνεται και θυμάται τη δεκαετία διακυβέρνησης Γιέλτσιν σαν μια καταστροφική περίοδο, και οι ΗΠΑ, η ΕΕ, οι ρώσοι ολιγάρχες και οι συν αυτώ σαν μια "Χρυσή Εποχή"... λεηλασίας. Για την συντριπτική πλειοψηφία των Ρώσων αποτέλεσε έναν Μεσαίωνα κατά τον οποίον οι ρωσικές τέχνες και επιστήμες ρημάχτηκαν. Παγκοσμίου εμβέλειας επιστήμονες, καλλιτέχνες και μηχανικοί αποστερήθηκαν εισοδημάτων και οδηγήθηκαν στην απελπισία, τη φυγή και τη φτώχεια. Για τις ΗΠΑ, την ΕΕ και τους ολιγάρχες ήταν η εποχή του "εύκολου κέρδους", οικονομικής και πολιτιστικής λεηλασίας, αποψίλωσης της χώρας από τους διανοουμένους της, δημιουργίας περιουσιών δισεκατομμυρίων δολαρίων, πολιτικής ατιμωρησίας, αχαλίνωτης εγκληματικότητας και υποταγής στα κελεύσματα της Δύσης. Συμφωνίες με το ρωσικό κράτος παραβιάστηκαν πριν ακόμα στεγνώσει το μελάνι των υπογραφών. Ήταν η εποχή του μονοπολικού, με κέντρο τις ΗΠΑ κόσμου, η "Νέα Παγκόσμια Τάξη" όπου η Ουάσινγκτον μπορούσε να επηρεάσει εθνικιστές ανταγωνιστές της Ρωσίας και να εισβάλει σε συμμαχικές προς τη Ρωσία χώρες με πλήρη ατιμωρησία.
Η Χρυσή Εποχή της αδιαμφισβήτητης Παγκόσμιας κυριαρχίας έγινε το "πρότυπο" της Δύσης με βάση το οποίο η τελευταία κρίνει τη Ρωσία μετά τον Γιέλτσιν. Κάθε πολιτική επιλογή σε εγχώριο ή διεθνές επίπεδο, που έγινε κατά τη διάρκεια διακυβέρνησης από τον Πούτιν μεταξύ των ετών 2000 και 2014, έχει κριθεί από την Ουάσινγκτον με βάση το αν συμμορφώνονταν ή απέκλινε από το "πρότυπο" της δεκαετίας Γιέλτσιν, της δεκαετίας δηλαδή της ανενόχλητης λεηλασίας και χειραγώγησης.
Από το 1990 έως το 1999, πάνω από 6 εκατομμύρια ρώσοι πολίτες πέθαναν πρόωρα εξαιτίας της καταστροφικής κατάρρευσης της οικονομίας. Το προσδόκιμο ζωής για τους άρρενες πολίτες μειώθηκε από τα 67 χρόνια κατά τη διάρκεια της Σοβιετικής περιόδου στα 55 κατά τη διάρκεια της περιόδου Γιέλτσιν. Το ΑΕΠ της Ρωσίας συρρικνώθηκε κατά 60% - περίπτωση χωρίς ιστορικό προηγούμενο για χώρα που δεν βρίσκονταν σε εμπόλεμη κατάσταση. Μετά τη βίαιη κατάληψη της εξουσίας από τον Γιέλτσιν και τον βομβαρδισμό του ρωσικού κοινοβουλίου, το καθεστώς "έθεσε ως πρώτη προτεραιότητα" την ιδιωτικοποίηση της οικονομίας, ξεπουλώντας την ενέργεια, τους φυσικούς πόρους, τις τράπεζες, τους τομείς των μεταφορών και των επικοινωνιών, στο ένα δέκατο (ή ακόμα λιγότερο) της πραγματικής τους αξίας σε "φίλους" που είχαν τις κατάλληλες διασυνδέσεις και νομικά πρόσωπα του εξωτερικού. Συμμορίες ένοπλων κακοποιών, οργανωμένες από τους αναδυόμενους ολιγάρχες, "ολοκλήρωσαν" το πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων με επιθέσεις, δολοφονίες και απειλές ανταγωνιστών. Εκατοντάδες χιλιάδες γηραιών συνταξιούχων πετάχτηκαν έξω από τα σπίτια τους και τα διαμερίσματά τους σε μια αδυσώπητη διαρπαγή γης από βίαιους κερδοσκόπους ακινήτων. Ακαδημαϊκοί σύμβουλοι σε οικονομικά θέματα από τις ΗΠΑ και την Ευρώπη "συμβούλευαν" ανταγωνιστές ολιγάρχες και υπουργούς της κυβέρνησης πάνω στις πιο "αποτελεσματικές" τεχνικές της αγοράς για την λεηλασία της οικονομίας, ενώ παράλληλα εισέπρατταν παχυλές αμοιβές και προμήθειες - όσοι είχαν τις κατάλληλες διασυνδέσεις έκαναν περιουσίες. Στο μεταξύ, κατέρρευσε το βιωτικό επίπεδο, φτωχοποιώντας τα δύο τρίτα των ρωσικών νοικοκυριών, οι αυτοκτονίες τετραπλασιάστηκαν και οι θάνατοι από υπερκατανάλωση αλκοόλ, εξάρτηση από ναρκωτικά, AIDS και αφροδίσια νοσήματα έγιναν ανεξέλεγκτοι. Η σύφιλη και η φυματίωση έλαβαν διαστάσεις επιδημίας - ασθένειες που βρίσκονταν υπό απόλυτο έλεγχο επί σοβιετικής περιόδου επανεμφανίστηκαν με το κλείσιμο κλινικών και νοσοκομείων.
Φυσικά, τα αξιοσέβαστα δυτικά ΜΜΕ επέχαιραν για τη λεηλασία της Ρωσίας βαφτίζοντάς την μετάβαση σε "ελεύθερες εκλογές και στην οικονομία της ελεύθερης αγοράς". Έγραφαν περίλαμπρα άρθρα περιγράφοντας την πολιτική δύναμη και κυριαρχία των γκάνγκστερ-ολιγαρχών σαν μια αντανάκλαση μιας αναδυόμενης "φιλελεύθερης δημοκρατίας". Το ρωσικό κράτος μετατράπηκε έτσι από μια παγκόσμια υπερδύναμη σε ένα αξιοθρήνητο πελατειακό καθεστώς διαβρωμένο από τις δυτικές μυστικές υπηρεσίες και ανίκανο να κυβερνηθεί και να επιβάλλει την τήρηση των συμφωνιών και των συνθηκών που συνήψε με τις δυτικές δυνάμεις. Οι ΗΠΑ και η ΕΕ υποκατέστησαν ταχύτατα τη ρωσική επιρροή στην ανατολική Ευρώπη και απέσπασαν γρήγορα πρώην κρατικές βιομηχανίες, τα ΜΜΕ και τους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς. Κομμουνιστές, αριστεροί ακόμα και εθνικιστές αξιωματούχοι οδηγήθηκαν στην έξοδο και αντικαταστάθηκαν από προσαρμοστικούς και υποταγμένους στο ΝΑΤΟ και την ελεύθερη αγορά πολιτικούς. Οι ΗΠΑ και η ΕΕ παραβίασαν και την τελευταία συμφωνία που είχε υπογραφεί ανάμεσα στον Γκορμπατσόφ και τη Δύση: τα καθεστώτα της Ανατολικής Ευρώπης έγιναν μέλη του ΝΑΤΟ, η Δυτική Γερμανία προσάρτησε την Ανατολική και οι στρατιωτικές βάσεις επεκτάθηκαν και έφτασαν μέχρι τα σύνορα της Ρωσίας. Στη χώρα ιδρύθηκαν "think tank" υπέρ του ΝΑΤΟ και παρείχαν πληροφορίες και αντιρωσική προπαγάνδα. Εκατοντάδες ΜΚΟ, χρηματοδοτούμενες από τις ΗΠΑ, λειτουργούσαν στο εσωτερικό της Ρωσίας σαν όργανα προπαγάνδας και οργάνωσης "δουλοπρεπών" νεοφιλελεύθερων πολιτικών. Στον πρώην Σοβιετικό Καύκασο και την Άπω Ανατολή, η Δύση υποκίνησε αυτονομιστικά σεκταριστικά κινήματα και ένοπλες εξεγέρσεις, ειδικά στην Τσετσενία. Οι ΗΠΑ υποστήριξαν δικτάτορες στον Καύκασο και διεφθαρμένες μαριονέτες στην Γεωργία. Το ρωσικό κράτος αποικιοποιούνταν και ο υποτιθέμενος ηγέτης του, ο Μπόρις Γιέλτσιν, συχνά σε κατάσταση μεθυσμένης νάρκης, στηρίχθηκε και χειραγωγήθηκε προκειμένου να εκδίδει εκτελεστικά διατάγματα... οδηγώντας στην περεταίρω αποσύνθεση του κράτους και της κοινωνίας.
Ο ρωσικός λαός αντιλαμβάνεται και θυμάται τη δεκαετία διακυβέρνησης Γιέλτσιν σαν μια καταστροφική περίοδο, και οι ΗΠΑ, η ΕΕ, οι ρώσοι ολιγάρχες και οι συν αυτώ σαν μια "Χρυσή Εποχή"... λεηλασίας. Για την συντριπτική πλειοψηφία των Ρώσων αποτέλεσε έναν Μεσαίωνα κατά τον οποίον οι ρωσικές τέχνες και επιστήμες ρημάχτηκαν. Παγκοσμίου εμβέλειας επιστήμονες, καλλιτέχνες και μηχανικοί αποστερήθηκαν εισοδημάτων και οδηγήθηκαν στην απελπισία, τη φυγή και τη φτώχεια. Για τις ΗΠΑ, την ΕΕ και τους ολιγάρχες ήταν η εποχή του "εύκολου κέρδους", οικονομικής και πολιτιστικής λεηλασίας, αποψίλωσης της χώρας από τους διανοουμένους της, δημιουργίας περιουσιών δισεκατομμυρίων δολαρίων, πολιτικής ατιμωρησίας, αχαλίνωτης εγκληματικότητας και υποταγής στα κελεύσματα της Δύσης. Συμφωνίες με το ρωσικό κράτος παραβιάστηκαν πριν ακόμα στεγνώσει το μελάνι των υπογραφών. Ήταν η εποχή του μονοπολικού, με κέντρο τις ΗΠΑ κόσμου, η "Νέα Παγκόσμια Τάξη" όπου η Ουάσινγκτον μπορούσε να επηρεάσει εθνικιστές ανταγωνιστές της Ρωσίας και να εισβάλει σε συμμαχικές προς τη Ρωσία χώρες με πλήρη ατιμωρησία.
Η Χρυσή Εποχή της αδιαμφισβήτητης Παγκόσμιας κυριαρχίας έγινε το "πρότυπο" της Δύσης με βάση το οποίο η τελευταία κρίνει τη Ρωσία μετά τον Γιέλτσιν. Κάθε πολιτική επιλογή σε εγχώριο ή διεθνές επίπεδο, που έγινε κατά τη διάρκεια διακυβέρνησης από τον Πούτιν μεταξύ των ετών 2000 και 2014, έχει κριθεί από την Ουάσινγκτον με βάση το αν συμμορφώνονταν ή απέκλινε από το "πρότυπο" της δεκαετίας Γιέλτσιν, της δεκαετίας δηλαδή της ανενόχλητης λεηλασίας και χειραγώγησης.
Η Εποχή Πούτιν: Η ανοικοδόμηση της οικονομίας και του κράτους και η επιθετικότητα των ΗΠΑ-ΕΕ
Το πρώτο και σημαντικότερο έργο του Προέδρου Πούτιν ήταν να σταματήσει την κατάρρευση της Ρωσίας στην ανυποληψία. Με το χρόνο, το κράτος και η οικονομία άρχισαν να παρουσιάζουν ξανά μια αίσθηση τάξης και νομιμότητας. Η οικονομία άρχισε να ανακάμπτει και να αναπτύσσεται. Οι δείκτες ανεργίας, οι μισθοί, το βιωτικό επίπεδο, οι δείκτες θνησιμότητας βελτιώθηκαν. Το εμπόριο, οι επενδύσεις και οι χρηματοπιστωτικές συναλλαγές με τη Δύση κανονικοποιήθηκαν - η απροκάλυπτη λεηλασία διώχθηκε νομικά. Η ανάκαμψη της Ρωσίας αντιμετωπίστηκε από τη Δύση με αντιφατικό τρόπο: πολλοί νομότυποι επιχειρηματίες και πολυεθνικές χαιρέτησαν την επανεδραίωση του νόμου και της τάξης και το τέλος του γκανγκστερισμού. Αντιθέτως όσοι χαράσσουν την πολιτική σε Ουάσινγκτον και Βρυξέλλες όπως επίσης και οι καπιταλιστές "αρπακτικά" της Γουόλ Στριτ και του Σίτι του Λονδίνου γρήγορα καταδίκασαν αυτό που ονόμασαν "αναδυόμενο αυταρχισμό" και "κρατισμό", όταν οι ρωσικές αρχές άρχισαν να διερευνούν τους ολιγάρχες για φοροδιαφυγή, μεγάλης κλίμακας ξέπλυμα χρήματος, για διαφθορά κρατικών αξιωματούχων, ακόμα και φόνους.
Η άνοδος του Πούτιν στην εξουσία συνέπεσε με την άνθηση του παγκόσμιου εμπορίου. Η θεαματική άνοδος της τιμής του ρωσικού πετρελαίου και αερίου, καθώς και των μετάλλων (2003-2013) επέτρεψε στη ρωσική οικονομία να αναπτυχθεί με ταχείς ρυθμούς και το ρωσικό κράτος αύξησε τον κανονιστικό του ρόλο στην οικονομία και άρχισε να αποκαθιστά τον στρατιωτικό μηχανισμό του. Η επιτυχία του Πούτιν στον τερματισμό των πιο αισχρών μορφών λεηλασίας της ρωσικής οικονομίας και στην αποκατάσταση της ρωσικής κυριαρχίας τον έκανε δημοφιλή στο εκλογικό σώμα: επανεκλέχτηκε επανειλημμένα με εύρωστες πλειοψηφίες. Καθώς η Ρωσία απομακρύνονταν από πολιτικές οιονεί δορυφόρου, το στελεχιακό δυναμικό και τις πρακτικές της εποχής Γιέλτσιν, οι ΗΠΑ και η ΕΕ έθεσαν σε κίνηση μια επιθετική στρατηγική με πολλές αιχμές που σαν στόχο είχε να υπονομεύσει τον Πούτιν και να επαναφέρει στην εξουσία πειθήνιους νεοφιλελεύθερους κλόνους του Γιέλτσιν. Ρωσικές ΜΚΟ με χρηματοδότηση από ιδρύματα των ΗΠΑ και δρώσες ως προκεχωρημένοι πράκτορες της CIA, οργάνωσαν μαζικές διαδηλώσεις που στοχοποιούσαν εκλεγμένους αξιωματούχους. Στηριζόμενα από τη Δύση υπερνεοφιλελεύθερα πολιτικά κόμματα επιδίωξαν να καταλάβουν ανεπιτυχώς εθνικά και τοπικά αξιώματα. Το χρηματοδοτούμενο από τις ΗΠΑ "Κέντρο Κάρνεγκι", ένας διαβόητος μηχανισμός διάδοσης προπαγάνδας, διακίνησε επανειλημμένα δηλητηριώδη φυλλάδια που υποτίθεται ότι περιέγραφαν τις δαιμονικές "αυταρχικές" πολιτικές του Πούτιν, τις "διώξεις" εναντίον όσων ολιγαρχών διαφωνούσαν και την "επιστροφή" του σε μια "οικονομία που διοικούνταν με τον σοβιετικό τρόπο".
Ενώ η Δύση επεδίωκε να επαναφέρει την "Χρυσή Εποχή της Λεηλασίας" μέσα από την επιβολή εσωτερικών πολιτικών επιτηρητών, υιοθετούσε παράλληλα μια επιθετική εξωτερική πολιτική σχεδιασμένη με σκοπό την εξολόθρευση συμμάχων και εμπορικών εταίρων της Ρωσίας, ιδιαίτερα στην περιοχή της Μέσης Ανατολής. Οι ΗΠΑ εισέβαλαν στον Ιράκ, δολοφόνησαν τον Σαντάμ Χουσεϊν και την κομματική ηγεσία του Μπαάθ και εγκαθίδρυσαν ένα φανατικό καθεστώς μαριονέτα, εξολοθρεύοντας με αυτόν τον τρόπο κοσμικά-εθνικιστικά καθεστώτα της περιοχής που αποτελούσαν συμμάχους κλειδιά για τη Μόσχα. Οι ΗΠΑ επέβαλλαν κυρώσεις στο Ιράν, έναν σημαντικό και προσοδοφόρο εμπορικό εταίρο της Ρωσίας. ΗΠΑ και ΕΕ υποστήριξαν την μεγάλης κλίμακας εξέγερση στη Συρία με σκοπό την ανατροπή του Μπασάρ Αλ Άσαντ, ενός ακόμη συμμάχου της Ρωσίας, και την αποστέρηση του Ρωσικού πολεμικού ναυτικού από ένα φιλικό λιμάνι στη Μεσόγειο. ΗΠΑ και ΕΕ βομβάρδισαν τη Λιβύη, σημαντικό πετρελαϊκό και εμπορικό εταίρο της Ρωσίας (και της Κίνας), ελπίζοντας να εγκαθιδρύσουν ένα φιλοδυτικό πελατειακό καθεστώς στη χώρα.
Παρενοχλώντας τη Ρωσία στον Καύκασο και τη Μαύρη Θάλασσα, το στηριζόμενο από τις ΗΠΑ καθεστώς της Γεωργίας προχώρησε σε εισβολή σε ρωσικό προτεκτοράτο, την Νότια Οσετία, το 2008, σκοτώνοντας δεκάδες ρώσους στρατιώτες που άνηκαν στην ειρηνευτική δύναμη που στάθμευε στην περιοχή και εκατοντάδες πολίτες, για να απωθηθεί από μια λυσσαλέα ρωσική αντεπίθεση.
Το 2014, η Δυτική επιθετικότητα με στόχο την απομόνωση, την περικύκλωση και τελικά την υποβάθμιση της όποια δυνατότητας για την ύπαρξη ενός ανεξάρτητου ρωσικού κράτους ανέβηκε σε νέα, υψηλότερα επίπεδα. Οι ΗΠΑ χρηματοδότησαν ένα πολιτικό-στρατιωτικό πραξικόπημα που ανέτρεψε το καθεστώς του νόμιμα εκλεγμένου Βίκτορ Γιαννουκόβιτς, ο οποίος είχε αντιταχθεί στην προσάρτηση από την ΕΕ και στην ανάπτυξη δεσμών με το ΝΑΤΟ. Η Ουάσινγκτον επέβαλλε ένα καθεστώς-μαριονέτα βαθειά εχθρικό απέναντι στη Ρωσία και τους Ρωσόφωνους πληθυσμούς στα νοτιοανατολικά της χώρας και την Κριμαία. Η αντίθεση της Ρωσίας στο πραξικόπημα και η υποστήριξή της προς τους υπέρ της δημοκρατίας φεντεραλιστές στα νοτιοανατολικά της Ουκρανίας και την Κριμαία λειτούργησε ως το πρόσχημα εκείνο που οδήγησε στην επιβολή κυρώσεων στη Ρωσία από μεριάς Δύσης σε μια προσπάθεια να υπονομευτούν ο ρωσικός πετρελαϊκός, τραπεζικός και κατασκευαστικός τομέας και να χτυπηθεί ισχυρά η ρωσική οικονομία.
Αυτοί που χαράσσουν την ιμπεριαλιστική στρατηγική σε Ουάσινγκτον και Βρυξέλλες παραβίασαν όλες τις προηγούμενες συμφωνίες τους με το καθεστώς Πούτιν και προσπάθησαν να στρέψουν τους ολιγάρχες συμμάχους του Πούτιν εναντίον του απειλώντας τις εκμεταλλεύσεις τους στη Δύση (ιδιαίτερα τραπεζικούς λογαριασμούς και περιουσιακά στοιχεία που προήλθαν από ξέπλυμα χρήματος). Οι ρωσικές κρατικές εταιρίες πετρελαίου που είχαν μπει σε κοινοπραξίες με την Chevron, την Exxon και την Total, αποκλείστηκαν ξαφνικά από τις δυτικές κεφαλαιαγορές.
Το σωρευτικό αποτέλεσμα αυτής της δεκαετούς επιθετικής κίνησης της Δύσης, όπως αυτή κλιμακώνεται με το σε εξέλιξη κύμα σκληρών κυρώσεων, στοχεύει να προκαλέσει ύφεση στη ρωσική οικονομία, να υπονομεύσει το νόμισμά της (το ρούβλι έχασε το 23% της αξίας του μέσα στο 2014), να αυξήσει το κόστος των εισαγωγών και να βλάψει του ντόπιους καταναλωτές. Οι ρωσικές βιομηχανίες που στηρίζονται σε ξένο μηχανολογικό εξοπλισμό και ανταλλακτικά, καθώς επίσης και οι πετρελαϊκές εταιρίες που εξαρτώνται από εισαγόμενη τεχνολογία για την εκμετάλλευση των κοιτασμάτων της Αρκτικής εξαναγκάστηκαν να νιώσουν τις οδυνηρές συνέπειες της "αδιαλλαξίας του Πούτιν".
Παρά τις βραχυπρόθεσμες επιτυχίες του πολέμου που κήρυξαν ΗΠΑ και ΕΕ στην ρωσική οικονομία, η διοίκηση Πούτιν έχει παραμείνει εξαιρετικά δημοφιλής ανάμεσα στο ρωσικό εκλογικό σώμα, με τα ποσοστά αποδοχής του Πούτιν να υπερβαίνουν το 80%. Αυτό το γεγονός έριξε τη φιλοδυτική αντιπολίτευση στον Πούτιν στον κάλαθο των αχρήστων της ιστορίας. Παρ' όλα αυτά, η Δυτική πολιτική των κυρώσεων και η επιθετική πολιτική της ΝΑΤΟϊκής περικύκλωσης της Ρωσίας, ανέδειξαν τα τρωτά σημεία της Μόσχας.
Η άνοδος του Πούτιν στην εξουσία συνέπεσε με την άνθηση του παγκόσμιου εμπορίου. Η θεαματική άνοδος της τιμής του ρωσικού πετρελαίου και αερίου, καθώς και των μετάλλων (2003-2013) επέτρεψε στη ρωσική οικονομία να αναπτυχθεί με ταχείς ρυθμούς και το ρωσικό κράτος αύξησε τον κανονιστικό του ρόλο στην οικονομία και άρχισε να αποκαθιστά τον στρατιωτικό μηχανισμό του. Η επιτυχία του Πούτιν στον τερματισμό των πιο αισχρών μορφών λεηλασίας της ρωσικής οικονομίας και στην αποκατάσταση της ρωσικής κυριαρχίας τον έκανε δημοφιλή στο εκλογικό σώμα: επανεκλέχτηκε επανειλημμένα με εύρωστες πλειοψηφίες. Καθώς η Ρωσία απομακρύνονταν από πολιτικές οιονεί δορυφόρου, το στελεχιακό δυναμικό και τις πρακτικές της εποχής Γιέλτσιν, οι ΗΠΑ και η ΕΕ έθεσαν σε κίνηση μια επιθετική στρατηγική με πολλές αιχμές που σαν στόχο είχε να υπονομεύσει τον Πούτιν και να επαναφέρει στην εξουσία πειθήνιους νεοφιλελεύθερους κλόνους του Γιέλτσιν. Ρωσικές ΜΚΟ με χρηματοδότηση από ιδρύματα των ΗΠΑ και δρώσες ως προκεχωρημένοι πράκτορες της CIA, οργάνωσαν μαζικές διαδηλώσεις που στοχοποιούσαν εκλεγμένους αξιωματούχους. Στηριζόμενα από τη Δύση υπερνεοφιλελεύθερα πολιτικά κόμματα επιδίωξαν να καταλάβουν ανεπιτυχώς εθνικά και τοπικά αξιώματα. Το χρηματοδοτούμενο από τις ΗΠΑ "Κέντρο Κάρνεγκι", ένας διαβόητος μηχανισμός διάδοσης προπαγάνδας, διακίνησε επανειλημμένα δηλητηριώδη φυλλάδια που υποτίθεται ότι περιέγραφαν τις δαιμονικές "αυταρχικές" πολιτικές του Πούτιν, τις "διώξεις" εναντίον όσων ολιγαρχών διαφωνούσαν και την "επιστροφή" του σε μια "οικονομία που διοικούνταν με τον σοβιετικό τρόπο".
Ενώ η Δύση επεδίωκε να επαναφέρει την "Χρυσή Εποχή της Λεηλασίας" μέσα από την επιβολή εσωτερικών πολιτικών επιτηρητών, υιοθετούσε παράλληλα μια επιθετική εξωτερική πολιτική σχεδιασμένη με σκοπό την εξολόθρευση συμμάχων και εμπορικών εταίρων της Ρωσίας, ιδιαίτερα στην περιοχή της Μέσης Ανατολής. Οι ΗΠΑ εισέβαλαν στον Ιράκ, δολοφόνησαν τον Σαντάμ Χουσεϊν και την κομματική ηγεσία του Μπαάθ και εγκαθίδρυσαν ένα φανατικό καθεστώς μαριονέτα, εξολοθρεύοντας με αυτόν τον τρόπο κοσμικά-εθνικιστικά καθεστώτα της περιοχής που αποτελούσαν συμμάχους κλειδιά για τη Μόσχα. Οι ΗΠΑ επέβαλλαν κυρώσεις στο Ιράν, έναν σημαντικό και προσοδοφόρο εμπορικό εταίρο της Ρωσίας. ΗΠΑ και ΕΕ υποστήριξαν την μεγάλης κλίμακας εξέγερση στη Συρία με σκοπό την ανατροπή του Μπασάρ Αλ Άσαντ, ενός ακόμη συμμάχου της Ρωσίας, και την αποστέρηση του Ρωσικού πολεμικού ναυτικού από ένα φιλικό λιμάνι στη Μεσόγειο. ΗΠΑ και ΕΕ βομβάρδισαν τη Λιβύη, σημαντικό πετρελαϊκό και εμπορικό εταίρο της Ρωσίας (και της Κίνας), ελπίζοντας να εγκαθιδρύσουν ένα φιλοδυτικό πελατειακό καθεστώς στη χώρα.
Παρενοχλώντας τη Ρωσία στον Καύκασο και τη Μαύρη Θάλασσα, το στηριζόμενο από τις ΗΠΑ καθεστώς της Γεωργίας προχώρησε σε εισβολή σε ρωσικό προτεκτοράτο, την Νότια Οσετία, το 2008, σκοτώνοντας δεκάδες ρώσους στρατιώτες που άνηκαν στην ειρηνευτική δύναμη που στάθμευε στην περιοχή και εκατοντάδες πολίτες, για να απωθηθεί από μια λυσσαλέα ρωσική αντεπίθεση.
Το 2014, η Δυτική επιθετικότητα με στόχο την απομόνωση, την περικύκλωση και τελικά την υποβάθμιση της όποια δυνατότητας για την ύπαρξη ενός ανεξάρτητου ρωσικού κράτους ανέβηκε σε νέα, υψηλότερα επίπεδα. Οι ΗΠΑ χρηματοδότησαν ένα πολιτικό-στρατιωτικό πραξικόπημα που ανέτρεψε το καθεστώς του νόμιμα εκλεγμένου Βίκτορ Γιαννουκόβιτς, ο οποίος είχε αντιταχθεί στην προσάρτηση από την ΕΕ και στην ανάπτυξη δεσμών με το ΝΑΤΟ. Η Ουάσινγκτον επέβαλλε ένα καθεστώς-μαριονέτα βαθειά εχθρικό απέναντι στη Ρωσία και τους Ρωσόφωνους πληθυσμούς στα νοτιοανατολικά της χώρας και την Κριμαία. Η αντίθεση της Ρωσίας στο πραξικόπημα και η υποστήριξή της προς τους υπέρ της δημοκρατίας φεντεραλιστές στα νοτιοανατολικά της Ουκρανίας και την Κριμαία λειτούργησε ως το πρόσχημα εκείνο που οδήγησε στην επιβολή κυρώσεων στη Ρωσία από μεριάς Δύσης σε μια προσπάθεια να υπονομευτούν ο ρωσικός πετρελαϊκός, τραπεζικός και κατασκευαστικός τομέας και να χτυπηθεί ισχυρά η ρωσική οικονομία.
Αυτοί που χαράσσουν την ιμπεριαλιστική στρατηγική σε Ουάσινγκτον και Βρυξέλλες παραβίασαν όλες τις προηγούμενες συμφωνίες τους με το καθεστώς Πούτιν και προσπάθησαν να στρέψουν τους ολιγάρχες συμμάχους του Πούτιν εναντίον του απειλώντας τις εκμεταλλεύσεις τους στη Δύση (ιδιαίτερα τραπεζικούς λογαριασμούς και περιουσιακά στοιχεία που προήλθαν από ξέπλυμα χρήματος). Οι ρωσικές κρατικές εταιρίες πετρελαίου που είχαν μπει σε κοινοπραξίες με την Chevron, την Exxon και την Total, αποκλείστηκαν ξαφνικά από τις δυτικές κεφαλαιαγορές.
Το σωρευτικό αποτέλεσμα αυτής της δεκαετούς επιθετικής κίνησης της Δύσης, όπως αυτή κλιμακώνεται με το σε εξέλιξη κύμα σκληρών κυρώσεων, στοχεύει να προκαλέσει ύφεση στη ρωσική οικονομία, να υπονομεύσει το νόμισμά της (το ρούβλι έχασε το 23% της αξίας του μέσα στο 2014), να αυξήσει το κόστος των εισαγωγών και να βλάψει του ντόπιους καταναλωτές. Οι ρωσικές βιομηχανίες που στηρίζονται σε ξένο μηχανολογικό εξοπλισμό και ανταλλακτικά, καθώς επίσης και οι πετρελαϊκές εταιρίες που εξαρτώνται από εισαγόμενη τεχνολογία για την εκμετάλλευση των κοιτασμάτων της Αρκτικής εξαναγκάστηκαν να νιώσουν τις οδυνηρές συνέπειες της "αδιαλλαξίας του Πούτιν".
Παρά τις βραχυπρόθεσμες επιτυχίες του πολέμου που κήρυξαν ΗΠΑ και ΕΕ στην ρωσική οικονομία, η διοίκηση Πούτιν έχει παραμείνει εξαιρετικά δημοφιλής ανάμεσα στο ρωσικό εκλογικό σώμα, με τα ποσοστά αποδοχής του Πούτιν να υπερβαίνουν το 80%. Αυτό το γεγονός έριξε τη φιλοδυτική αντιπολίτευση στον Πούτιν στον κάλαθο των αχρήστων της ιστορίας. Παρ' όλα αυτά, η Δυτική πολιτική των κυρώσεων και η επιθετική πολιτική της ΝΑΤΟϊκής περικύκλωσης της Ρωσίας, ανέδειξαν τα τρωτά σημεία της Μόσχας.
Τα Ρωσικά τρωτά σημεία: Τα όρια της αποκατάστασης της ρωσικής εθνικής κυριαρχίας που επιχείρησε ο Πούτιν
Στον απόηχο της λεηλασίας της ρωσικής οικονομίας από τη Δύση και τους ρώσους ολιγάρχες και της άγριας εξαθλίωσης της ρωσικής κοινωνίας, ο πρόεδρος Πούτιν επεδίωξε να υλοποιήσει μια σύνθετη στρατηγική.
Αρχικά, επιδίωξε να ξεδιαλλέξει τους "πολιτικούς" από τους "οικονομικούς" ολιγάρχες: οι τελευταίοι ήταν εκείνοι οι ολιγάρχες που ήταν διατεθειμένοι να συνεργαστούν με την κυβέρνηση στην ανασυγκρότηση της ρωσικής οικονομίας και ήταν πρόθυμοι να περιορίσουν τη δραστηριότητά τους στα γενναιόδωρα πλαίσια που έθετε μπροστά τους ο πρόεδρος Πούτιν. Διατήρησαν έτσι την τεράστια οικονομική τους εξουσία και τα κέρδη τους, αποκόπηκαν όμως από την πολιτική εξουσία.
Σε αντάλλαγμα, ο Πούτιν επέτρεψε στους "οικονομικούς" ολιγάρχες να διατηρήσουν τις οικονομικές αυτοκρατορίες που είχαν αποκτήσει με αμφίβολους και ύποπτους τρόπους. Αντίθετα, εκείνοι οι ολιγάρχες που επιζητούσαν την πολιτική εξουσία και χρηματοδοτούσαν του πολιτικούς της εποχής Γιέλτσιν στοχοποιήθηκαν - από κάποιους αφαιρέθηκαν οι περιουσίες τους και κάποιοι άλλοι διώχθηκαν για διάφορα εγκλήματα, που ποικίλαν από ξέπλυμα χρήματος, φοροδιαφυγή, απάτες και παράνομες μεταφορές κεφαλαίων στο εξωτερικό μέχρι την χρηματοδότηση της δολοφονίας των ανταγωνιστών τους.
Η δεύτερη στόχευση της πρώιμης πολιτικής στρατηγικής του προέδρου Πούτιν ήταν η εμβάθυνση της ρωσικής συνεργασίας με τα δυτικά κράτη και οικονομίες στη βάση όμως αμοιβαίων ανταλλαγών μέσω των αγορών και όχι μονόπλευρων, όπως ήταν η περίπτωση των οικειοποιήσεων των ρωσικών πλουτοπαραγωγικών πηγών κατά τη διάρκεια του καθεστώτος Γιέλτσιν. Ο Πούτιν επιδίωξε να εξασφαλίσει μεγαλύτερη πολιτική και στρατιωτική ολοκλήρωση με ΗΠΑ και ΕΕ προκειμένου να διασφαλίσει τα ρωσικά σύνορα και τις ρωσικές σφαίρες επιρροής. Για την επίτευξη αυτού του σκοπού, ο πρόεδρος Πούτιν άνοιξε τις ρωσικές βάσεις και γραμμές ανεφοδιασμού στα στρατεύματα ΗΠΑ και ΕΕ που ενεπλάκησαν στην εισβολή και κατοχή του Αφγανιστάν και δεν αντιτάχθηκε στις κυρώσεις που επέβαλλαν ΗΠΑ και ΕΕ στο Ιράν. Ο Πούτιν συναίνεσε στην εισβολή και κατοχή του Ιράκ από τις ΗΠΑ, παρά τους μακρόχρονους οικονομικούς δεσμούς της Ρωσίας με τη Βαγδάτη. Έγινε μια από τις πέντε δυνάμεις που "επιβλέπουν" τις "ειρηνευτικές" συνομιλίες μεταξύ Παλαιστίνης και Ισραήλ και συμμορφώθηκε με την μονόπλευρη στήριξη της Ουάσινγκτον προς το Ισραήλ. Έδωσε ακόμα και το "πράσινο φως" για τον βομβαρδισμό της Λιβύης από το ΝΑΤΟ θεωρώντας αφελώς ότι θα επρόκειτο για μια υπόθεση χωρίς προεκτάσεις - μια "ανθρωπιστική" επέμβαση.
Σαν αποτέλεσμα της διπλωματικής και πολιτικής συμπαιγνίας του Πούτιν με την υπαγορευόμενη από την Ουάσινγκτον στρατιωτική επέκταση του ΝΑΤΟ, το ρωσικό εμπόριο, οι επενδύσεις και η χρηματοπιστωτικές συναλλαγές με τη Δύση ευημέρησαν. Οι ρωσικές επιχειρήσεις δανειοδοτούνταν από τις Δυτικές κεφαλαιαγορές. Ξένοι επενδυτές συνέρρεαν στο ρωσικό χρηματιστήριο αξιών και σχηματίζονταν πολυεθνικές κοινοπραξίες. Σημαντικές κοινοπραξίες πετρελαίου και φυσικού αερίου αναπτύχθηκαν δυναμικά. Η ρωσική οικονομία ανέκτησε το βιωτικό επίπεδο της σοβιετικής εποχής, η καταναλωτική δαπάνη εκτινάχθηκε, η ανεργία έπεσε από διψήφια ποσοστά σε μονοψήφιο, μισθοί και επιδόματα πληρώνονταν και ερευνητικά κέντρα, πανεπιστήμια, σχολεία και πολιτιστικά ινστιτούτα άρχισαν να ανακάμπτουν.
Το τρίτο συνθετικό της στρατηγικής Πούτιν ήταν η ανάκτηση του ελέγχου από το κράτος (επανεθνικοποίηση) των στρατηγικών τομέων του πετρελαίου και του φυσικού αερίου. Με απευθείας εξαγορές και την απόκτηση του ελέγχου εταιριών με την αγορά πλειοψηφικού πακέτου των μετοχών τους, με ελέγχους των οικονομικών δεδομένων και κατασχέσεις του ενεργητικού και της ακίνητης περιουσίας των γκάνγκστερ-ολιγαρχών η επανάκτηση του κρατικού ρωσικού ελέγχου στους τομείς του πετρελαίου και του αερίου κατέστη επιτυχής. Αυτοί οι επανεθικοποιημένοι τομείς της παραγωγής σχημάτισαν κοινοπραξίες με Δυτικούς πετρελαϊκούς γίγαντες και ηγήθηκαν των ρωσικών εξαγωγών κατά τη διάρκεια μιας περιόδου κλιμάκωσης της ενεργειακής ζήτησης. Με την άνοδο των τιμών πετρελαίου κατά τη δεκαετία διακυβέρνησης από τον Πούτιν, η Ρωσία βίωσε μια έκρηξη των εισαγωγών που πυροδοτήθηκε από την κατανάλωση - από αγροτικά προϊόντα μέχρι κοσμήματα πολυτελείας και αυτοκίνητα... Ο Πούτιν σταθεροποίησε την εκλογική του βάση και εμβάθυνε την "ολοκλήρωση" μεταξύ Ρωσίας και Δυτικών Αγορών.
Η στρατηγική επέκτασης και ανάπτυξης του Πούτιν ήταν αποκλειστικά προσανατολισμένη προς τα δυτικά, προς την ΕΕ και τις ΗΠΑ, και όχι ανατολικά - προς την Ασία και την Κίνα - ή νότια - προς τη Λατινική Αμερική.
Με αυτήν την προσήλωση προς τη Δύση, η αρχική τακτική επιτυχία του Πούτιν άρχισε να εκθέτει τις στρατηγικές αδυναμίες της Ρωσίας. Τα πρώτα σημάδια έγιναν φανερά με τη Δυτική υποστήριξη στην καμπάνια εναντίωσης στον Πούτιν των διεφθαρμένων ολιγαρχών και την δαιμονοποίηση από τα ΜΜΕ του ρωσικού δικαστικού συστήματος το οποίο άσκησε διώξεις και καταδίκασε γκάνγκστερ-ολιγάρχες όπως ο Μιχαήλ Χοντορκόφσκι. Ακολούθησε η οικονομική και πολιτική υποστήριξη της Δύσης προς τους νεοφιλελεύθερους της εποχής Γιέλτσιν που ήταν αντίπαλοι του κόμματος του Πούτιν "Ενωμένη Ρωσία" και των υποψηφίων του... Έγινε σαφές ότι η προσπάθεια του Πούτιν να αποκαταστήσει την ρωσική εθνική κυριαρχία έρχονταν σε σύγκρουση με τους σχεδιασμούς της Δύσης που αποσκοπούσαν στη διατήρηση της Ρωσίας ως κράτους υποτελούς. Η Δύση αντέτασσε την εύνοιά της προς τα Χρυσά Χρόνια της ανεμπόδιστης λεηλασίας και κυριαρχίας της της εποχής Γιέλτσι, έναντι της εποχής Πούτιν της ανεξάρτητης και δυναμικής Ρωσίας - συνδέοντας διαρκώς των Ρώσο πρόεδρο με την πρώην Σοβιετική Ένωση και την ΚαΓκεΜπε.
Το 2010 οι ΗΠΑ ενθάρρυναν τη μαριονέτα τους, τον πρόεδρο Σαακασβίλι της Γεωργίας, να εισβάλλει στο ρωσικό προτεκτοράτο της Νότιας Οσετίας. Αυτή ήταν η πρώτη σημαντική ένδειξη πως η συστέγαση του Πούτιν με τη Δύση είχε γίνει αντιπαραγωγική. Τα ρωσικά χωρικά σύνορα, οι σύμμαχοι της Ρωσίας και οι σφαίρες επιρροής της έγιναν στόχοι της Δύσης. Οι ΗΠΑ και η ΕΕ καταδίκασαν την Ρωσική αμυντική απάντηση ακόμα κι όταν η Μόσχα απέσυρε τα στρατεύματά της από τη Γεωργία αφού πρώτα επέβαλε στην τελευταία μια βαθιά ήττα.
Η Γεωργία ήταν μια μιλιταριστική πρόβα νυφικού, ένα από τα πολλά δυτικού σχεδιασμού και χρηματοδότησης πραξικοπήματα - κάποια από τα οποία ονομάστηκαν "έγχρωμες επαναστάσεις" και άλλα "ανθρωπιστικές επεμβάσεις" του ΝΑΤΟ. Η Γιουγκοσλαβία στα Βαλκάνια κατακερματίστηκε με βομβαρδισμούς του ΝΑΤΟ και η Ουκρανία βίωσε αρκετές "έγχρωμες" εξεγέρσεις μέχρι τον σημερινό αιματηρό "εμφύλιο πόλεμο". Η Ουάσινγκτον και οι Βρυξέλλες αντιλήφθηκαν τη διαλλακτική στάση του Πούτιν ως αδυναμία και ένιωσαν ελεύθερες να προχωρήσουν περεταίρω τη στρατιωτική τους διείσδυση στο "ρωσικό μέτωπο" και να ανατρέψουν φιλικά προς τη Ρωσία καθεστώτα.
Στα μέσα της δεύτερης δεκαετίας του νέου αιώνα, ΗΠΑ και ΕΕ πήραν μια σημαντική στρατηγική απόφαση με στόχο την αποδυνάμωση της ρωσικής εθνικής ασφάλειας και οικονομικής ανεξαρτησίας: να επιβάλλουν τον έλεγχό τους στη Ουκρανία, να εκδιώξουν τη Ρωσία από την ναυτική στρατιωτική της βάση στην Κριμαία, να μετατρέψουν την Ουκρανία σε προκεχωρημένο ΝΑΤΟϊκό φυλάκιο και να διαρρήξουν τους δεσμούς της Ανατολικής Ουκρανίας με τη Ρωσία - ειδικά τη ρωσική αγορά για τη στρατηγική στρατιωτική βιομηχανία της Ουκρανίας. Το πραξικόπημα χρηματοδοτήθηκε από τη Δύση, ενώ ακροδεξιές και νεοναζιστικές συμμορίες παρείχαν τα τάγματα εφόδου. Η χούντα του Κιέβου οργάνωσε έναν κατακτητικό πόλεμο που στόχευε στην εκκαθάριση των αντιπραξικοπηματικών, δημοκρατικών δυνάμεων στην νοτιοανατολική περιοχή του Ντονμπάς, με την πλειοψηφία των ρωσόφωνων και τους δεσμούς της βαριάς της βιομηχανίας με τη Ρωσία.
Όταν ο Πούτιν αναγνώρισε τελικά την ξεκάθαρη απειλή για την Ρωσική Εθνική Ασφάλεια, η κυβέρνησή του απάντησε με την προσάρτηση της Κριμαίας μετά από λαϊκό δημοψήφισμα και άρχισε να παρέχει ασυλία και γραμμές ανεφοδιασμού στου εμπόλεμους, ενάντιους στο Κίεβο φεντεραλιστές της Ανατολικής Ουκρανίας. Η Δύση εκμεταλλεύτηκε τα ευάλωτα σημεία της Ρωσικής οικονομίας, που πήγαζαν από το μοντέλο ανάπτυξης που είχε υιοθετήσει ο Πούτιν, και επέβαλαν ευρύτατες οικονομικές κυρώσεις με στόχο την αποσάθρωση της ρωσικής οικονομίας.
Αρχικά, επιδίωξε να ξεδιαλλέξει τους "πολιτικούς" από τους "οικονομικούς" ολιγάρχες: οι τελευταίοι ήταν εκείνοι οι ολιγάρχες που ήταν διατεθειμένοι να συνεργαστούν με την κυβέρνηση στην ανασυγκρότηση της ρωσικής οικονομίας και ήταν πρόθυμοι να περιορίσουν τη δραστηριότητά τους στα γενναιόδωρα πλαίσια που έθετε μπροστά τους ο πρόεδρος Πούτιν. Διατήρησαν έτσι την τεράστια οικονομική τους εξουσία και τα κέρδη τους, αποκόπηκαν όμως από την πολιτική εξουσία.
Σε αντάλλαγμα, ο Πούτιν επέτρεψε στους "οικονομικούς" ολιγάρχες να διατηρήσουν τις οικονομικές αυτοκρατορίες που είχαν αποκτήσει με αμφίβολους και ύποπτους τρόπους. Αντίθετα, εκείνοι οι ολιγάρχες που επιζητούσαν την πολιτική εξουσία και χρηματοδοτούσαν του πολιτικούς της εποχής Γιέλτσιν στοχοποιήθηκαν - από κάποιους αφαιρέθηκαν οι περιουσίες τους και κάποιοι άλλοι διώχθηκαν για διάφορα εγκλήματα, που ποικίλαν από ξέπλυμα χρήματος, φοροδιαφυγή, απάτες και παράνομες μεταφορές κεφαλαίων στο εξωτερικό μέχρι την χρηματοδότηση της δολοφονίας των ανταγωνιστών τους.
Η δεύτερη στόχευση της πρώιμης πολιτικής στρατηγικής του προέδρου Πούτιν ήταν η εμβάθυνση της ρωσικής συνεργασίας με τα δυτικά κράτη και οικονομίες στη βάση όμως αμοιβαίων ανταλλαγών μέσω των αγορών και όχι μονόπλευρων, όπως ήταν η περίπτωση των οικειοποιήσεων των ρωσικών πλουτοπαραγωγικών πηγών κατά τη διάρκεια του καθεστώτος Γιέλτσιν. Ο Πούτιν επιδίωξε να εξασφαλίσει μεγαλύτερη πολιτική και στρατιωτική ολοκλήρωση με ΗΠΑ και ΕΕ προκειμένου να διασφαλίσει τα ρωσικά σύνορα και τις ρωσικές σφαίρες επιρροής. Για την επίτευξη αυτού του σκοπού, ο πρόεδρος Πούτιν άνοιξε τις ρωσικές βάσεις και γραμμές ανεφοδιασμού στα στρατεύματα ΗΠΑ και ΕΕ που ενεπλάκησαν στην εισβολή και κατοχή του Αφγανιστάν και δεν αντιτάχθηκε στις κυρώσεις που επέβαλλαν ΗΠΑ και ΕΕ στο Ιράν. Ο Πούτιν συναίνεσε στην εισβολή και κατοχή του Ιράκ από τις ΗΠΑ, παρά τους μακρόχρονους οικονομικούς δεσμούς της Ρωσίας με τη Βαγδάτη. Έγινε μια από τις πέντε δυνάμεις που "επιβλέπουν" τις "ειρηνευτικές" συνομιλίες μεταξύ Παλαιστίνης και Ισραήλ και συμμορφώθηκε με την μονόπλευρη στήριξη της Ουάσινγκτον προς το Ισραήλ. Έδωσε ακόμα και το "πράσινο φως" για τον βομβαρδισμό της Λιβύης από το ΝΑΤΟ θεωρώντας αφελώς ότι θα επρόκειτο για μια υπόθεση χωρίς προεκτάσεις - μια "ανθρωπιστική" επέμβαση.
Σαν αποτέλεσμα της διπλωματικής και πολιτικής συμπαιγνίας του Πούτιν με την υπαγορευόμενη από την Ουάσινγκτον στρατιωτική επέκταση του ΝΑΤΟ, το ρωσικό εμπόριο, οι επενδύσεις και η χρηματοπιστωτικές συναλλαγές με τη Δύση ευημέρησαν. Οι ρωσικές επιχειρήσεις δανειοδοτούνταν από τις Δυτικές κεφαλαιαγορές. Ξένοι επενδυτές συνέρρεαν στο ρωσικό χρηματιστήριο αξιών και σχηματίζονταν πολυεθνικές κοινοπραξίες. Σημαντικές κοινοπραξίες πετρελαίου και φυσικού αερίου αναπτύχθηκαν δυναμικά. Η ρωσική οικονομία ανέκτησε το βιωτικό επίπεδο της σοβιετικής εποχής, η καταναλωτική δαπάνη εκτινάχθηκε, η ανεργία έπεσε από διψήφια ποσοστά σε μονοψήφιο, μισθοί και επιδόματα πληρώνονταν και ερευνητικά κέντρα, πανεπιστήμια, σχολεία και πολιτιστικά ινστιτούτα άρχισαν να ανακάμπτουν.
Το τρίτο συνθετικό της στρατηγικής Πούτιν ήταν η ανάκτηση του ελέγχου από το κράτος (επανεθνικοποίηση) των στρατηγικών τομέων του πετρελαίου και του φυσικού αερίου. Με απευθείας εξαγορές και την απόκτηση του ελέγχου εταιριών με την αγορά πλειοψηφικού πακέτου των μετοχών τους, με ελέγχους των οικονομικών δεδομένων και κατασχέσεις του ενεργητικού και της ακίνητης περιουσίας των γκάνγκστερ-ολιγαρχών η επανάκτηση του κρατικού ρωσικού ελέγχου στους τομείς του πετρελαίου και του αερίου κατέστη επιτυχής. Αυτοί οι επανεθικοποιημένοι τομείς της παραγωγής σχημάτισαν κοινοπραξίες με Δυτικούς πετρελαϊκούς γίγαντες και ηγήθηκαν των ρωσικών εξαγωγών κατά τη διάρκεια μιας περιόδου κλιμάκωσης της ενεργειακής ζήτησης. Με την άνοδο των τιμών πετρελαίου κατά τη δεκαετία διακυβέρνησης από τον Πούτιν, η Ρωσία βίωσε μια έκρηξη των εισαγωγών που πυροδοτήθηκε από την κατανάλωση - από αγροτικά προϊόντα μέχρι κοσμήματα πολυτελείας και αυτοκίνητα... Ο Πούτιν σταθεροποίησε την εκλογική του βάση και εμβάθυνε την "ολοκλήρωση" μεταξύ Ρωσίας και Δυτικών Αγορών.
Η στρατηγική επέκτασης και ανάπτυξης του Πούτιν ήταν αποκλειστικά προσανατολισμένη προς τα δυτικά, προς την ΕΕ και τις ΗΠΑ, και όχι ανατολικά - προς την Ασία και την Κίνα - ή νότια - προς τη Λατινική Αμερική.
Με αυτήν την προσήλωση προς τη Δύση, η αρχική τακτική επιτυχία του Πούτιν άρχισε να εκθέτει τις στρατηγικές αδυναμίες της Ρωσίας. Τα πρώτα σημάδια έγιναν φανερά με τη Δυτική υποστήριξη στην καμπάνια εναντίωσης στον Πούτιν των διεφθαρμένων ολιγαρχών και την δαιμονοποίηση από τα ΜΜΕ του ρωσικού δικαστικού συστήματος το οποίο άσκησε διώξεις και καταδίκασε γκάνγκστερ-ολιγάρχες όπως ο Μιχαήλ Χοντορκόφσκι. Ακολούθησε η οικονομική και πολιτική υποστήριξη της Δύσης προς τους νεοφιλελεύθερους της εποχής Γιέλτσιν που ήταν αντίπαλοι του κόμματος του Πούτιν "Ενωμένη Ρωσία" και των υποψηφίων του... Έγινε σαφές ότι η προσπάθεια του Πούτιν να αποκαταστήσει την ρωσική εθνική κυριαρχία έρχονταν σε σύγκρουση με τους σχεδιασμούς της Δύσης που αποσκοπούσαν στη διατήρηση της Ρωσίας ως κράτους υποτελούς. Η Δύση αντέτασσε την εύνοιά της προς τα Χρυσά Χρόνια της ανεμπόδιστης λεηλασίας και κυριαρχίας της της εποχής Γιέλτσι, έναντι της εποχής Πούτιν της ανεξάρτητης και δυναμικής Ρωσίας - συνδέοντας διαρκώς των Ρώσο πρόεδρο με την πρώην Σοβιετική Ένωση και την ΚαΓκεΜπε.
Το 2010 οι ΗΠΑ ενθάρρυναν τη μαριονέτα τους, τον πρόεδρο Σαακασβίλι της Γεωργίας, να εισβάλλει στο ρωσικό προτεκτοράτο της Νότιας Οσετίας. Αυτή ήταν η πρώτη σημαντική ένδειξη πως η συστέγαση του Πούτιν με τη Δύση είχε γίνει αντιπαραγωγική. Τα ρωσικά χωρικά σύνορα, οι σύμμαχοι της Ρωσίας και οι σφαίρες επιρροής της έγιναν στόχοι της Δύσης. Οι ΗΠΑ και η ΕΕ καταδίκασαν την Ρωσική αμυντική απάντηση ακόμα κι όταν η Μόσχα απέσυρε τα στρατεύματά της από τη Γεωργία αφού πρώτα επέβαλε στην τελευταία μια βαθιά ήττα.
Η Γεωργία ήταν μια μιλιταριστική πρόβα νυφικού, ένα από τα πολλά δυτικού σχεδιασμού και χρηματοδότησης πραξικοπήματα - κάποια από τα οποία ονομάστηκαν "έγχρωμες επαναστάσεις" και άλλα "ανθρωπιστικές επεμβάσεις" του ΝΑΤΟ. Η Γιουγκοσλαβία στα Βαλκάνια κατακερματίστηκε με βομβαρδισμούς του ΝΑΤΟ και η Ουκρανία βίωσε αρκετές "έγχρωμες" εξεγέρσεις μέχρι τον σημερινό αιματηρό "εμφύλιο πόλεμο". Η Ουάσινγκτον και οι Βρυξέλλες αντιλήφθηκαν τη διαλλακτική στάση του Πούτιν ως αδυναμία και ένιωσαν ελεύθερες να προχωρήσουν περεταίρω τη στρατιωτική τους διείσδυση στο "ρωσικό μέτωπο" και να ανατρέψουν φιλικά προς τη Ρωσία καθεστώτα.
Στα μέσα της δεύτερης δεκαετίας του νέου αιώνα, ΗΠΑ και ΕΕ πήραν μια σημαντική στρατηγική απόφαση με στόχο την αποδυνάμωση της ρωσικής εθνικής ασφάλειας και οικονομικής ανεξαρτησίας: να επιβάλλουν τον έλεγχό τους στη Ουκρανία, να εκδιώξουν τη Ρωσία από την ναυτική στρατιωτική της βάση στην Κριμαία, να μετατρέψουν την Ουκρανία σε προκεχωρημένο ΝΑΤΟϊκό φυλάκιο και να διαρρήξουν τους δεσμούς της Ανατολικής Ουκρανίας με τη Ρωσία - ειδικά τη ρωσική αγορά για τη στρατηγική στρατιωτική βιομηχανία της Ουκρανίας. Το πραξικόπημα χρηματοδοτήθηκε από τη Δύση, ενώ ακροδεξιές και νεοναζιστικές συμμορίες παρείχαν τα τάγματα εφόδου. Η χούντα του Κιέβου οργάνωσε έναν κατακτητικό πόλεμο που στόχευε στην εκκαθάριση των αντιπραξικοπηματικών, δημοκρατικών δυνάμεων στην νοτιοανατολική περιοχή του Ντονμπάς, με την πλειοψηφία των ρωσόφωνων και τους δεσμούς της βαριάς της βιομηχανίας με τη Ρωσία.
Όταν ο Πούτιν αναγνώρισε τελικά την ξεκάθαρη απειλή για την Ρωσική Εθνική Ασφάλεια, η κυβέρνησή του απάντησε με την προσάρτηση της Κριμαίας μετά από λαϊκό δημοψήφισμα και άρχισε να παρέχει ασυλία και γραμμές ανεφοδιασμού στου εμπόλεμους, ενάντιους στο Κίεβο φεντεραλιστές της Ανατολικής Ουκρανίας. Η Δύση εκμεταλλεύτηκε τα ευάλωτα σημεία της Ρωσικής οικονομίας, που πήγαζαν από το μοντέλο ανάπτυξης που είχε υιοθετήσει ο Πούτιν, και επέβαλαν ευρύτατες οικονομικές κυρώσεις με στόχο την αποσάθρωση της ρωσικής οικονομίας.
Δυτικές κυρώσεις, Ρωσική αδυναμία: Επανεξετάζοντας τη Στρατηγική Προσέγγιση του Πούτιν
Ο επιθετικός μιλιταρισμός της Δύσης και οι κυρώσεις της σε βάρος της Ρωσίας ανέδειξαν αρκετές σημαντικές αδυναμίες της πολιτικής και οικονομικής στρατηγικής του Πούτιν. Αυτές περιλαμβάνουν (1) την εξάρτησή του από προσανατολισμένους προς τη Δύση "οικονομικούς ολιγάρχες" για την προώθηση της στρατηγικής του για την Ρωσική οικονομική ανάπτυξη, (2) την αποδοχή από μέρους του των περισσότερων ιδιωτικοποιήσεων της εποχής Γιέλτσιν, (3) την επιλογή του να επικεντρωθεί στην ανάπτυξη του εμπορίου με τη Δύση, αγνοώντας την Κινεζική αγορά, (4) την υιοθέτηση από μέρους του μιας στρατηγικής που να βασίζεται στις εξαγωγές πετρελαίου και αερίου, αντί για την ανάπτυξη μιας περισσότερο διαφοροποιημένης οικονομίας, (5) η εξάρτησή του από τους συμμάχους του κλεπτοκράτες-βαρόνους ολιγάρχες - οι οποίοι δεν είχαν καμία πραγματική εμπειρία στην ανάπτυξη της βιομηχανίας, δεν είχαν χρηματοπιστωτικές δεξιότητες, είχαν ισχνή τεχνογνωσία και καμιά εξοικείωση με την επιστήμη του μάρκετινγκ - προκειμένου να αποκαταστήσουν και να διευθύνουν τον ακμάζοντα κατασκευαστικό τομέα. Σε αντίθεση με τους Κινέζους, οι Ρώσοι ολιγάρχες υπήρξαν απόλυτα εξαρτώμενοι από τις Δυτικές Αγορές, το δυτικό χρηματοπιστωτικό τομέα και την τεχνολογία και έκαναν ελάχιστα προκειμένου να αναπτύξουν την εσωτερική αγορά, να αυτοχρηματοδοτηθούν μέσα από την επανεπένδυση των κερδών τους ή να ανεβάσουν την παραγωγικότητα μέσω επενδύσεων σε ρωσική τεχνολογία και έρευνα.
Αντιμέτωποι με τις κυρώσεις της Δύσης οι κορυφαίοι ολιγάρχες-σύμμαχοι του Πούτιν αποτελούν τον πιο αδύναμο κρίκο για αυτόν στην προσπάθειά του να σχηματοποιήσει μια αποτελεσματική απάντηση. Πιέζουν τον Πούτιν να ενδώσει στις απαιτήσεις της Ουάσινγκτον καθώς ικετεύουν τις τράπεζες της Δύσης να εξαιρέσουν τις περιουσίες και τους τραπεζικούς τους λογαριασμούς από τις κυρώσεις. Καταβάλλουν απελπισμένες προσπάθειες προκειμένου να προστατεύσουν την ακίνητη περιουσία τους στη Νέα Υόρκη και το Λονδίνο. Με μια κουβέντα, θέλουν απελπισμένα ο πρόεδρος Πούτιν να εγκαταλείψει στην μοίρα τους τους μαχητές της ελευθερίας στη νοτιοανατολική Ουκρανία και να προχωρήσει σε συμφωνία με την Χούντα του Κιέβου.
Τα παραπάνω σκιαγραφούν σε αδρές γραμμές την αντίφαση στο εσωτερικό της στρατηγικής Πούτιν που υπαγορεύει τη συνεργασία με τους "οικονομικούς" ολιγάρχες, που έχουν συμφωνήσει να μην αντιτίθενται στον Πούτιν στο εσωτερικό της Ρωσίας, ενώ την ίδια στιγμή μεταφέρουν τον τεράστιο όγκο του πλούτου τους σε δυτικές τράπεζες, επενδύουν σε πολυτελή ακίνητα στο Λονδίνο, το Παρίσι και το Μανχάταν και σχηματίζουν δεσμούς υποταγής με κέντρα εκτός Ρωσίας. Στην πράξη, είναι πολύ ισχυρά συνδεδεμένοι με του τωρινούς πολιτικούς εχθρούς της Ρωσίας. Η τακτική επιτυχία του Πούτιν στο να αξιοποιήσει τους ολιγάρχες στο πρόγραμμά του για ανάπτυξη μέσα από την εξασφάλιση της σταθερότητας, έχει μετατραπεί σε στρατηγική αδυναμία του στην προσπάθειά του να υπερασπιστεί τη χώρα από οδυνηρά οικονομικά αντίμετρα.
Η αποδοχή από μεριάς Πούτιν των ιδιωτικοποιήσεων της εποχής Γιέλτσιν μπορεί να του πρόσφερε μια κάποια σταθερότητα κοντοπρόθεσμα, οδήγησε όμως στη μαζική μετανάστευση κεφαλαίων στο εξωτερικό αντί για την παραμονή τους στη χώρα και την επανεπένδυσή τους με τρόπο τέτοιο που να της διασφαλίζει μεγαλύτερη αυτάρκεια. Σήμερα η ικανότητα της ρωσικής κυβέρνησης να κινητοποιηθεί και να μετατρέψει την οικονομία σε μια μηχανή ανάπτυξης που θα αντέξει τις πιέσεις των ιμπεριαλιστών είναι πολύ περισσότερο περιορισμένη από ότι θα ήταν αν η οικονομία της βρίσκονταν υπό κρατικό έλεγχο σε μεγαλύτερο βαθμό. Ο Πούτιν θα δυσκολευτεί πολύ να πείσει τους ιδιώτες ιδιοκτήτες των κύριων ρωσικών βιομηχανιών να κάνουν θυσίες - έχουν συνηθίσει να δέχονται χάρες, επιδοτήσεις και κρατικά συμβόλαια. Επιπλέον, καθώς οι οικονομικοί συνεργάτες τους στη Δύση τους πιέζουν να αποπληρώσουν τα χρέη τους και τους αρνούνται νέες πιστώσεις, οι ιδιωτικές ελίτ στη Ρωσία απειλούν ότι θα κηρύξουν πτώχευση ή ότι θα μειώσουν την παραγωγή και θα προχωρήσουν σε απολύσεις εργατών.
Η ανερχόμενη παλίρροια της Δυτικής στρατιωτικής διείσδυσης ολοένα και πιο κοντά στα σύνορα της Ρωσίας, η σειρά συμφωνιών που δεν τηρήθηκαν αναφορικά με την ενσωμάτωση της Ανατολικής Ευρώπης στο ΝΑΤΟ, όπως επίσης ο βομβαρδισμός και η καταστροφή της Γιουγκοσλαβίας τη δεκαετία του 1990, θα πρέπει να έχουν αποδείξει στον Πούτιν ότι κανένας βαθμός μονομερών παραχωρήσεων δεν θα ήταν ικανός να κερδίσει την αποδοχή της Ρωσίας από τη Δύση ως καλόπιστο εταίρο. Η Ουάσινγκτον και οι Βρυξέλλες παρέμειναν ακλόνητες στη στρατηγική τους επιδίωξη για περικύκλωση της Ρωσίας και διατήρησή της ως πελατειακό καθεστώς.
Αντί της στροφής που έκανε προς τη Δύση και της υποστήριξης που προσέφερε στους πολέμους ΗΠΑ και ΝΑΤΟ, η Ρωσία θα βρίσκονταν σε πολύ καλύτερη θέση να αντισταθεί στις κυρώσεις και τις παρούσες στρατιωτικές απειλές αν είχε διαφοροποιήσει και προσανατολίσει την οικονομία και τις αγορές της προς την Ασία, και συγκεκριμένα προς την Κίνα, με την δυναμική οικονομική της ανάπτυξη και την επεκτεινόμενη εσωτερική της αγορά, την αυξανόμενη δυνατότητα επενδύσεων και την ολοένα αναπτυσσόμενη τεχνογνωσία της. Ξεκάθαρα, η εξωτερική πολιτική της Κίνας δεν έχει συνοδευτεί από πολέμους και εισβολές σε βάρος συμμαχικών προς τη Ρωσία χωρών και αμφισβήτηση των Ρωσικών συνόρων. Ενώ η Ρωσία έχει τώρα στραφεί προς την αύξηση των οικονομικών δεσμών της με την Ασία καθώς έρχεται αντιμέτωπη με τις αυξανόμενες απειλές από μεριάς ΝΑΤΟ, έχει χαθεί πολύς χρόνος όσο και χώρος κατά τη διάρκεια των τελευταίων 15 χρόνων. Θα χρειαστεί ακόμα μία δεκαετία προκειμένου να επαναπροσανατολιστεί η Ρωσική οικονομία, με τις κύριες βιομηχανίες της να ελέγχονται ακόμα από τους μετριότατους ολιγάρχες και κλεπτοκράτες, τους συνεχιστές δηλαδή της εποχής Γιέλτσιν.
Με το κλείσιμο των δυτικών αγορών ο Πούτιν έπρεπε να στραφεί προς την Κίνα, άλλα Ασιατικά έθνη και τη Λατινική Αμερική προκειμένου να βρει νέες αγορές και οικονομικούς εταίρους. Η στρατηγική ανάπτυξης που ακολουθεί εξακολουθεί να στηρίζεται στις εξαγωγές πετρελαίου και αερίου όμως, και οι περισσότεροι "επιχειρηματικοί ηγέτες" της Ρωσίας δεν είναι επιχειρηματίες με την πραγματική έννοια του όρου, ικανοί να αναπτύξουν νέα ανταγωνιστικά προϊόντα, να αντικαταστήσουν την ρωσική τεχνολογία και τις εισροές της και να βρουν νέες κερδοφόρες αγορές. Αυτή η γενιά των ρώσων "επιχειρηματικών ηγετών" δεν έχτισαν τις οικονομικές τους αυτοκρατορίες και τους επιχειρηματικούς τους ομίλους εξ' αρχής - τους οικειοποιήθηκαν και λεηλάτησαν την ακίνητη περιουσία τους από τον δημόσιο τομέα και αύξησαν τον πλούτο τους μέσω κρατικών συμβολαίων και προστασίας. Η Μόσχα τώρα ζητάει από αυτούς να βρουν εναλλακτικές διεθνείς αγορές, να καινοτομήσουν, να ανταγωνιστούν και να υπερβούν την εξάρτησή τους από τον γερμανικό μηχανολογικό εξοπλισμό.
Ο κύριος όγκος αυτού που αποτελεί την σημερινή βιομηχανική αστική τάξη της Ρωσίας δεν είναι επιχειρηματίες με την πραγματική έννοια του όρου, είναι περισσότερο συλλέκτες ενοικίων και ευνοούμενοι - προσανατολισμένοι προς τη Δύση. Η προέλευσή τους είναι συχνότερα αυτή του γκάνγκστερ ή του πολέμαρχου που κατάφερε αρκετά νωρίς να βγάλει από τη μέση δια των όπλων τον ανταγωνιστή του από το ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας τη δεκαετία του 1990. Ενώ αυτοί οι ολιγάρχες έχουν προσπαθήσει να κερδίσουν τον σεβασμό, αφού σταθεροποίησαν τις οικονομικές τους αυτοκρατορίες, προσλαμβάνοντας εταιρίες δημοσίων σχέσεων για να ωραιοποιήσουν το δημόσιο προφίλ τους και οικονομικούς συμβούλους για να τους καθοδηγήσουν σε ότι αφορά τις επενδύσεις, δεν έχουν επιδείξει την παραμικρή ικανότητα στο να αναβαθμίσουν τις επιχειρήσεις τους μέσω ανταγωνιστικών επιχειρηματικών πλάνων. Αντ' αυτού παρέμειναν παντελώς εξαρτημένοι από τα κεφάλαια, την τεχνολογία και τις μεταπρατικές εισαγωγές από τη Δύση από τη μια και τις επιδοτήσεις της διοίκησης Πούτιν από την άλλη.
Οι Ρώσοι ρεντιέριδες-"καπιταλιστές" έρχονται σε οξεία αντίθεση με του δυναμικούς κινέζους επιχειρηματίες τόσο του δημόσιου όσο και του ιδιωτικού τομέα - που δανείστηκαν τεχνολογία από το εξωτερικό, από τις ΗΠΑ, την Ιαπωνία την Ταϊβάν και τη Γερμανία, προσαρμόστηκαν σε αυτήν και την βελτίωσαν και τώρα παράγουν προηγμένα ιδιαίτερα ανταγωνιστικά προϊόντα. Όταν οι κυρώσεις ΗΠΑ και ΕΕ τέθηκαν σε ισχύ, η ρωσική βιομηχανία βρέθηκε απροετοίμαστη να αναπροσανατολίσει την ντόπια παραγωγή της και ο πρόεδρος Πούτιν χρειάστηκε να συνάψει εμπορικές και εισαγωγικές συμφωνίες με την Κίνα και άλλες πηγές εισροών.
Το μεγαλύτερο στρατηγικό πρόβλημα της οικονομικής στρατηγικής του Πούτιν ήταν η απόφασή του να επικεντρωθεί στις εξαγωγές πετρελαίου και αερίου προς τη Δύση ως τον "βασικό μηχανισμό της ανάπτυξής του". Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα η Ρωσία να είναι εξαρτημένη από τις υψηλές τιμές για τα εξαγώγιμα εμπορεύματά της και από τις Δυτικές αγορές. Έχοντας αυτό κατά νου οι ΗΠΑ και η ΕΕ εκμεταλλεύτηκαν το ευάλωτο της Ρωσίας σε οποιαδήποτε πτώση στις διεθνείς τιμές της ενέργειας και την εξάρτησή της από τη Δυτική εξορυκτική τεχνολογία πετρελαίου, τον δυτικό εξοπλισμό και τις κοινοπραξίες με τη Δύση.
Η πολιτική Πούτιν στηρίζονταν σε ένα όραμα οικονομικής ενοποίησης με τη Δύση παράλληλα με τη μεγαλύτερη συνεργασία και την ανάπτυξη πολιτικών διασυνδέσεων με τις δυνάμεις του ΝΑΤΟ. Αυτές οι παραδοχές έχουν αποδειχθεί λανθασμένες από την πορεία εξέλιξης των γεγονότων: η συνεργασία ΗΠΑ και ΕΕ είχε τακτικό χαρακτήρα και προϋπέθετε ασύμμετρες, αν όχι μονομερείς, παραχωρήσεις από τη Ρωσική πλευρά - ειδικότερα την συνεχή προθυμία της να θυσιάζει τους παραδοσιακούς της συμμάχους στα Βαλκάνια, στη Μέση Ανατολή, τη Βόρειο Αφρική και ιδιαίτερα στον Καύκασο. Μόλις η Ρωσία άρχισε να διεκδικεί τα δικά της συμφέροντα, η Δύση έγινε βίαιη και άρχισε να επιδιώκει τη σύγκρουση. Από τη στιγμή που η Ρωσία αντιτέθηκε στο πραξικοπηματικό καθεστώς του Κιέβου, στόχος της Δύσης έχει γίνει η ανατροπή του καθεστώτος Πούτιν. Η εν εξελίξει Δυτική επίθεση ενάντια στη Ρωσία δεν είναι μια παροδική κατάσταση: είναι η αρχή μιας μακρόχρονης, αναβαθμισμένης έντασης οικονομικής και πολιτικής αντιπαράθεσης.
Αν και η Ρωσία έχει τρωτά σημεία, δεν είναι μια χώρα χωρίς πρώτες ύλες και την ικανότητα να αντισταθεί, να υπερασπιστεί την εθνική της ασφάλεια και να αναπτύξει την οικονομία της.
Αντιμέτωποι με τις κυρώσεις της Δύσης οι κορυφαίοι ολιγάρχες-σύμμαχοι του Πούτιν αποτελούν τον πιο αδύναμο κρίκο για αυτόν στην προσπάθειά του να σχηματοποιήσει μια αποτελεσματική απάντηση. Πιέζουν τον Πούτιν να ενδώσει στις απαιτήσεις της Ουάσινγκτον καθώς ικετεύουν τις τράπεζες της Δύσης να εξαιρέσουν τις περιουσίες και τους τραπεζικούς τους λογαριασμούς από τις κυρώσεις. Καταβάλλουν απελπισμένες προσπάθειες προκειμένου να προστατεύσουν την ακίνητη περιουσία τους στη Νέα Υόρκη και το Λονδίνο. Με μια κουβέντα, θέλουν απελπισμένα ο πρόεδρος Πούτιν να εγκαταλείψει στην μοίρα τους τους μαχητές της ελευθερίας στη νοτιοανατολική Ουκρανία και να προχωρήσει σε συμφωνία με την Χούντα του Κιέβου.
Τα παραπάνω σκιαγραφούν σε αδρές γραμμές την αντίφαση στο εσωτερικό της στρατηγικής Πούτιν που υπαγορεύει τη συνεργασία με τους "οικονομικούς" ολιγάρχες, που έχουν συμφωνήσει να μην αντιτίθενται στον Πούτιν στο εσωτερικό της Ρωσίας, ενώ την ίδια στιγμή μεταφέρουν τον τεράστιο όγκο του πλούτου τους σε δυτικές τράπεζες, επενδύουν σε πολυτελή ακίνητα στο Λονδίνο, το Παρίσι και το Μανχάταν και σχηματίζουν δεσμούς υποταγής με κέντρα εκτός Ρωσίας. Στην πράξη, είναι πολύ ισχυρά συνδεδεμένοι με του τωρινούς πολιτικούς εχθρούς της Ρωσίας. Η τακτική επιτυχία του Πούτιν στο να αξιοποιήσει τους ολιγάρχες στο πρόγραμμά του για ανάπτυξη μέσα από την εξασφάλιση της σταθερότητας, έχει μετατραπεί σε στρατηγική αδυναμία του στην προσπάθειά του να υπερασπιστεί τη χώρα από οδυνηρά οικονομικά αντίμετρα.
Η αποδοχή από μεριάς Πούτιν των ιδιωτικοποιήσεων της εποχής Γιέλτσιν μπορεί να του πρόσφερε μια κάποια σταθερότητα κοντοπρόθεσμα, οδήγησε όμως στη μαζική μετανάστευση κεφαλαίων στο εξωτερικό αντί για την παραμονή τους στη χώρα και την επανεπένδυσή τους με τρόπο τέτοιο που να της διασφαλίζει μεγαλύτερη αυτάρκεια. Σήμερα η ικανότητα της ρωσικής κυβέρνησης να κινητοποιηθεί και να μετατρέψει την οικονομία σε μια μηχανή ανάπτυξης που θα αντέξει τις πιέσεις των ιμπεριαλιστών είναι πολύ περισσότερο περιορισμένη από ότι θα ήταν αν η οικονομία της βρίσκονταν υπό κρατικό έλεγχο σε μεγαλύτερο βαθμό. Ο Πούτιν θα δυσκολευτεί πολύ να πείσει τους ιδιώτες ιδιοκτήτες των κύριων ρωσικών βιομηχανιών να κάνουν θυσίες - έχουν συνηθίσει να δέχονται χάρες, επιδοτήσεις και κρατικά συμβόλαια. Επιπλέον, καθώς οι οικονομικοί συνεργάτες τους στη Δύση τους πιέζουν να αποπληρώσουν τα χρέη τους και τους αρνούνται νέες πιστώσεις, οι ιδιωτικές ελίτ στη Ρωσία απειλούν ότι θα κηρύξουν πτώχευση ή ότι θα μειώσουν την παραγωγή και θα προχωρήσουν σε απολύσεις εργατών.
Η ανερχόμενη παλίρροια της Δυτικής στρατιωτικής διείσδυσης ολοένα και πιο κοντά στα σύνορα της Ρωσίας, η σειρά συμφωνιών που δεν τηρήθηκαν αναφορικά με την ενσωμάτωση της Ανατολικής Ευρώπης στο ΝΑΤΟ, όπως επίσης ο βομβαρδισμός και η καταστροφή της Γιουγκοσλαβίας τη δεκαετία του 1990, θα πρέπει να έχουν αποδείξει στον Πούτιν ότι κανένας βαθμός μονομερών παραχωρήσεων δεν θα ήταν ικανός να κερδίσει την αποδοχή της Ρωσίας από τη Δύση ως καλόπιστο εταίρο. Η Ουάσινγκτον και οι Βρυξέλλες παρέμειναν ακλόνητες στη στρατηγική τους επιδίωξη για περικύκλωση της Ρωσίας και διατήρησή της ως πελατειακό καθεστώς.
Αντί της στροφής που έκανε προς τη Δύση και της υποστήριξης που προσέφερε στους πολέμους ΗΠΑ και ΝΑΤΟ, η Ρωσία θα βρίσκονταν σε πολύ καλύτερη θέση να αντισταθεί στις κυρώσεις και τις παρούσες στρατιωτικές απειλές αν είχε διαφοροποιήσει και προσανατολίσει την οικονομία και τις αγορές της προς την Ασία, και συγκεκριμένα προς την Κίνα, με την δυναμική οικονομική της ανάπτυξη και την επεκτεινόμενη εσωτερική της αγορά, την αυξανόμενη δυνατότητα επενδύσεων και την ολοένα αναπτυσσόμενη τεχνογνωσία της. Ξεκάθαρα, η εξωτερική πολιτική της Κίνας δεν έχει συνοδευτεί από πολέμους και εισβολές σε βάρος συμμαχικών προς τη Ρωσία χωρών και αμφισβήτηση των Ρωσικών συνόρων. Ενώ η Ρωσία έχει τώρα στραφεί προς την αύξηση των οικονομικών δεσμών της με την Ασία καθώς έρχεται αντιμέτωπη με τις αυξανόμενες απειλές από μεριάς ΝΑΤΟ, έχει χαθεί πολύς χρόνος όσο και χώρος κατά τη διάρκεια των τελευταίων 15 χρόνων. Θα χρειαστεί ακόμα μία δεκαετία προκειμένου να επαναπροσανατολιστεί η Ρωσική οικονομία, με τις κύριες βιομηχανίες της να ελέγχονται ακόμα από τους μετριότατους ολιγάρχες και κλεπτοκράτες, τους συνεχιστές δηλαδή της εποχής Γιέλτσιν.
Με το κλείσιμο των δυτικών αγορών ο Πούτιν έπρεπε να στραφεί προς την Κίνα, άλλα Ασιατικά έθνη και τη Λατινική Αμερική προκειμένου να βρει νέες αγορές και οικονομικούς εταίρους. Η στρατηγική ανάπτυξης που ακολουθεί εξακολουθεί να στηρίζεται στις εξαγωγές πετρελαίου και αερίου όμως, και οι περισσότεροι "επιχειρηματικοί ηγέτες" της Ρωσίας δεν είναι επιχειρηματίες με την πραγματική έννοια του όρου, ικανοί να αναπτύξουν νέα ανταγωνιστικά προϊόντα, να αντικαταστήσουν την ρωσική τεχνολογία και τις εισροές της και να βρουν νέες κερδοφόρες αγορές. Αυτή η γενιά των ρώσων "επιχειρηματικών ηγετών" δεν έχτισαν τις οικονομικές τους αυτοκρατορίες και τους επιχειρηματικούς τους ομίλους εξ' αρχής - τους οικειοποιήθηκαν και λεηλάτησαν την ακίνητη περιουσία τους από τον δημόσιο τομέα και αύξησαν τον πλούτο τους μέσω κρατικών συμβολαίων και προστασίας. Η Μόσχα τώρα ζητάει από αυτούς να βρουν εναλλακτικές διεθνείς αγορές, να καινοτομήσουν, να ανταγωνιστούν και να υπερβούν την εξάρτησή τους από τον γερμανικό μηχανολογικό εξοπλισμό.
Ο κύριος όγκος αυτού που αποτελεί την σημερινή βιομηχανική αστική τάξη της Ρωσίας δεν είναι επιχειρηματίες με την πραγματική έννοια του όρου, είναι περισσότερο συλλέκτες ενοικίων και ευνοούμενοι - προσανατολισμένοι προς τη Δύση. Η προέλευσή τους είναι συχνότερα αυτή του γκάνγκστερ ή του πολέμαρχου που κατάφερε αρκετά νωρίς να βγάλει από τη μέση δια των όπλων τον ανταγωνιστή του από το ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας τη δεκαετία του 1990. Ενώ αυτοί οι ολιγάρχες έχουν προσπαθήσει να κερδίσουν τον σεβασμό, αφού σταθεροποίησαν τις οικονομικές τους αυτοκρατορίες, προσλαμβάνοντας εταιρίες δημοσίων σχέσεων για να ωραιοποιήσουν το δημόσιο προφίλ τους και οικονομικούς συμβούλους για να τους καθοδηγήσουν σε ότι αφορά τις επενδύσεις, δεν έχουν επιδείξει την παραμικρή ικανότητα στο να αναβαθμίσουν τις επιχειρήσεις τους μέσω ανταγωνιστικών επιχειρηματικών πλάνων. Αντ' αυτού παρέμειναν παντελώς εξαρτημένοι από τα κεφάλαια, την τεχνολογία και τις μεταπρατικές εισαγωγές από τη Δύση από τη μια και τις επιδοτήσεις της διοίκησης Πούτιν από την άλλη.
Οι Ρώσοι ρεντιέριδες-"καπιταλιστές" έρχονται σε οξεία αντίθεση με του δυναμικούς κινέζους επιχειρηματίες τόσο του δημόσιου όσο και του ιδιωτικού τομέα - που δανείστηκαν τεχνολογία από το εξωτερικό, από τις ΗΠΑ, την Ιαπωνία την Ταϊβάν και τη Γερμανία, προσαρμόστηκαν σε αυτήν και την βελτίωσαν και τώρα παράγουν προηγμένα ιδιαίτερα ανταγωνιστικά προϊόντα. Όταν οι κυρώσεις ΗΠΑ και ΕΕ τέθηκαν σε ισχύ, η ρωσική βιομηχανία βρέθηκε απροετοίμαστη να αναπροσανατολίσει την ντόπια παραγωγή της και ο πρόεδρος Πούτιν χρειάστηκε να συνάψει εμπορικές και εισαγωγικές συμφωνίες με την Κίνα και άλλες πηγές εισροών.
Το μεγαλύτερο στρατηγικό πρόβλημα της οικονομικής στρατηγικής του Πούτιν ήταν η απόφασή του να επικεντρωθεί στις εξαγωγές πετρελαίου και αερίου προς τη Δύση ως τον "βασικό μηχανισμό της ανάπτυξής του". Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα η Ρωσία να είναι εξαρτημένη από τις υψηλές τιμές για τα εξαγώγιμα εμπορεύματά της και από τις Δυτικές αγορές. Έχοντας αυτό κατά νου οι ΗΠΑ και η ΕΕ εκμεταλλεύτηκαν το ευάλωτο της Ρωσίας σε οποιαδήποτε πτώση στις διεθνείς τιμές της ενέργειας και την εξάρτησή της από τη Δυτική εξορυκτική τεχνολογία πετρελαίου, τον δυτικό εξοπλισμό και τις κοινοπραξίες με τη Δύση.
Η πολιτική Πούτιν στηρίζονταν σε ένα όραμα οικονομικής ενοποίησης με τη Δύση παράλληλα με τη μεγαλύτερη συνεργασία και την ανάπτυξη πολιτικών διασυνδέσεων με τις δυνάμεις του ΝΑΤΟ. Αυτές οι παραδοχές έχουν αποδειχθεί λανθασμένες από την πορεία εξέλιξης των γεγονότων: η συνεργασία ΗΠΑ και ΕΕ είχε τακτικό χαρακτήρα και προϋπέθετε ασύμμετρες, αν όχι μονομερείς, παραχωρήσεις από τη Ρωσική πλευρά - ειδικότερα την συνεχή προθυμία της να θυσιάζει τους παραδοσιακούς της συμμάχους στα Βαλκάνια, στη Μέση Ανατολή, τη Βόρειο Αφρική και ιδιαίτερα στον Καύκασο. Μόλις η Ρωσία άρχισε να διεκδικεί τα δικά της συμφέροντα, η Δύση έγινε βίαιη και άρχισε να επιδιώκει τη σύγκρουση. Από τη στιγμή που η Ρωσία αντιτέθηκε στο πραξικοπηματικό καθεστώς του Κιέβου, στόχος της Δύσης έχει γίνει η ανατροπή του καθεστώτος Πούτιν. Η εν εξελίξει Δυτική επίθεση ενάντια στη Ρωσία δεν είναι μια παροδική κατάσταση: είναι η αρχή μιας μακρόχρονης, αναβαθμισμένης έντασης οικονομικής και πολιτικής αντιπαράθεσης.
Αν και η Ρωσία έχει τρωτά σημεία, δεν είναι μια χώρα χωρίς πρώτες ύλες και την ικανότητα να αντισταθεί, να υπερασπιστεί την εθνική της ασφάλεια και να αναπτύξει την οικονομία της.
Συμπεράσματα: τι πρέπει να γίνει;
Πρώτα απ' όλα η Ρωσία θα πρέπει να διαφοροποιήσει περισσότερο την οικονομία της, θα πρέπει να χρησιμοποιήσει βιομηχανικά τις πρώτες ύλες της και να επενδύσει σημαντικά κεφάλαια για την υποκατάσταση των Δυτικών εισαγωγών από την ντόπια παραγωγή. Ενώ ο αναπροσανατολισμός του εμπορίου της προς την Κίνα είναι ένα θετικό βήμα, δεν θα πρέπει να αναπαράγει το εμπορικό μοτίβο του παρελθόντος δηλαδή την προσφορά πετρελαίου και αερίου με αντάλλαγμα βιομηχανικά αγαθά.
Δεύτερον, η Ρωσία θα πρέπει να εθνικοποιήσει τις τράπεζες, το διεθνές της εμπόριο και τους στρατηγικούς τομείς της βιομηχανίας της, τερματίζοντας τους αμφίβολους πολιτικούς και οικονομικούς δεσμούς και την ρεντιέρικη συμπεριφορά της τωρινής ιδιωτικής της "καπιταλιστικής" τάξης. Η διοίκηση Πούτιν θα πρέπει να αντικαταστήσει του ολιγάρχες με τεχνοκράτες, τους ρεντιέρηδες με επιχειρηματίες, τους κερδοσκόπους που αντλούν τα κέρδη τους από το εσωτερικό της χώρας και επενδύουν στο εξωτερικό με την συμμετοχή των εργατών - με μια κουβέντα θα πρέπει να βαθύνει τον εθνικό, δημόσιο και παραγωγικό χαρακτήρα της οικονομίας της. Δεν αρκεί ο ισχυρισμός ότι οι ολιγάρχες που παραμένουν στη Ρωσία και δηλώνουν την υποταγή τους στη διοίκηση Πούτιν είναι νόμιμοι οικονομικοί παράγοντες. Έχουν αποεπενδύσει από τη Ρωσία, έχουν μεταφέρει τον πλούτο τους στο εξωτερικό και έχουν αμφισβητήσει τη νόμιμη εξουσία του κράτους κάτω από την πίεση των Δυτικών κυρώσεων.
Η Ρωσία έχει ανάγκη από μια νέα οικονομική και πολιτική επανάσταση - στην οποία επανάσταση η κυβέρνηση θα αναγνωρίζει τη Δύση σαν μια ιμπεριαλιστική απειλή και η οποία κυβέρνηση θα βασίζεται στην οργανωμένη ρωσική εργατική τάξη και όχι στους αμφίβολους ολιγάρχες. Η Διοίκηση Πούτιν έβγαλε τη Ρωσία από την άβυσσο και έχει ενσταλάξει αξιοπρέπεια και αυτοσεβασμό στους ρώσους τόσο του εσωτερικού όσο και του εξωτερικού με την αντίσταση που προβάλλει στη Δυτική επιθετικότητα στην Ουκρανία. Από εδώ και στο εξής ο πρόεδρος Πούτιν πρέπει να προχωρήσει περεταίρω, να διαλύσει το Γιελτσινικό κλεπτοκρατικό κράτος και οικονομία και να επαναβιομηχανοποιήσει, να διαφοροποιήσει και να αναπτύξει την δική του υψηλή τεχνολογία για μια περισσότερο διαφοροποιημένη οικονομία. Και πάνω από όλα η Ρωσία έχει ανάγκη να δημιουργήσει νέες δημοκρατικές, λαϊκές μορφές δημοκρατίας προκειμένου να βαστάξει τη μετάβαση προς ένας ασφαλές, αντιιμπεριαλιστικό και κυρίαρχο κράτος. Ο πρόεδρος Πούτιν έχει τη στήριξη της τεράστιας πλειοψηφίας του ρωσικού λαού, έχει τα επιστημονικά και επαγγελματικά στελέχη, έχει συμμάχους στην Κίνα και ανάμεσα στα BRICS, και έχει τόσο τη θέληση όσο και τη δύναμη να "κάνει αυτό που είναι σωστό". Το ερώτημα παραμένει εάν ο Πούτιν θα επιτύχει στην ιστορική του αποστολή ή εάν, από φόβο ή έλλειψη αποφασιστικότητας, θα συνθηκολογήσει μπροστά στις απειλές μιας επικίνδυνης και αποσυντειθόμενης Δύσης.
Δεύτερον, η Ρωσία θα πρέπει να εθνικοποιήσει τις τράπεζες, το διεθνές της εμπόριο και τους στρατηγικούς τομείς της βιομηχανίας της, τερματίζοντας τους αμφίβολους πολιτικούς και οικονομικούς δεσμούς και την ρεντιέρικη συμπεριφορά της τωρινής ιδιωτικής της "καπιταλιστικής" τάξης. Η διοίκηση Πούτιν θα πρέπει να αντικαταστήσει του ολιγάρχες με τεχνοκράτες, τους ρεντιέρηδες με επιχειρηματίες, τους κερδοσκόπους που αντλούν τα κέρδη τους από το εσωτερικό της χώρας και επενδύουν στο εξωτερικό με την συμμετοχή των εργατών - με μια κουβέντα θα πρέπει να βαθύνει τον εθνικό, δημόσιο και παραγωγικό χαρακτήρα της οικονομίας της. Δεν αρκεί ο ισχυρισμός ότι οι ολιγάρχες που παραμένουν στη Ρωσία και δηλώνουν την υποταγή τους στη διοίκηση Πούτιν είναι νόμιμοι οικονομικοί παράγοντες. Έχουν αποεπενδύσει από τη Ρωσία, έχουν μεταφέρει τον πλούτο τους στο εξωτερικό και έχουν αμφισβητήσει τη νόμιμη εξουσία του κράτους κάτω από την πίεση των Δυτικών κυρώσεων.
Η Ρωσία έχει ανάγκη από μια νέα οικονομική και πολιτική επανάσταση - στην οποία επανάσταση η κυβέρνηση θα αναγνωρίζει τη Δύση σαν μια ιμπεριαλιστική απειλή και η οποία κυβέρνηση θα βασίζεται στην οργανωμένη ρωσική εργατική τάξη και όχι στους αμφίβολους ολιγάρχες. Η Διοίκηση Πούτιν έβγαλε τη Ρωσία από την άβυσσο και έχει ενσταλάξει αξιοπρέπεια και αυτοσεβασμό στους ρώσους τόσο του εσωτερικού όσο και του εξωτερικού με την αντίσταση που προβάλλει στη Δυτική επιθετικότητα στην Ουκρανία. Από εδώ και στο εξής ο πρόεδρος Πούτιν πρέπει να προχωρήσει περεταίρω, να διαλύσει το Γιελτσινικό κλεπτοκρατικό κράτος και οικονομία και να επαναβιομηχανοποιήσει, να διαφοροποιήσει και να αναπτύξει την δική του υψηλή τεχνολογία για μια περισσότερο διαφοροποιημένη οικονομία. Και πάνω από όλα η Ρωσία έχει ανάγκη να δημιουργήσει νέες δημοκρατικές, λαϊκές μορφές δημοκρατίας προκειμένου να βαστάξει τη μετάβαση προς ένας ασφαλές, αντιιμπεριαλιστικό και κυρίαρχο κράτος. Ο πρόεδρος Πούτιν έχει τη στήριξη της τεράστιας πλειοψηφίας του ρωσικού λαού, έχει τα επιστημονικά και επαγγελματικά στελέχη, έχει συμμάχους στην Κίνα και ανάμεσα στα BRICS, και έχει τόσο τη θέληση όσο και τη δύναμη να "κάνει αυτό που είναι σωστό". Το ερώτημα παραμένει εάν ο Πούτιν θα επιτύχει στην ιστορική του αποστολή ή εάν, από φόβο ή έλλειψη αποφασιστικότητας, θα συνθηκολογήσει μπροστά στις απειλές μιας επικίνδυνης και αποσυντειθόμενης Δύσης.