Η περίπτωση του Die Linke αναφορικά με το ΙΚΙΛ και το Ιράκ.
Πριν περίπου δύο δεκαετίες πολλές εκφάνσεις της Ευρωπαϊκής – και κάποιες της Ελληνικής – Αριστεράς εισήγαγαν έναν νεολογισμό στο πολιτικό και θεωρητικό τους “οπλοστάσιο”. Χρησιμοποιώντας για πρόφαση “ανθρωπιστικούς λόγους”, τάσσονταν υπέρ της ιμπεριαλιστικής επέμβασης στην πρώην Γιουγκοσλαβία, περνώντας έτσι απροκάλυπτα με το πλευρό των ιμπεριαλιστών. Έναν αιώνα μετά τον Παγκόσμιο Πόλεμο και την χρεοκοπία της Δεύτερης Διεθνούς – κάθε |
κομμάτι της οποίας, και το γερμανικό, τάχθηκε με την εκάστοτε “δική του” αστική τάξη στην εν εξελίξει τότε Ιμπεριαλιστική διελκυστίνδα – και είκοσι χρόνια μετά τον αιματηρός διαμελισμό της Γιουγκοσλαβίας υπό τις “ανθρωπιστικές” φτερούγες των γερακιών της Δύσης με την έγκριση κομματιών της Αριστεράς, η ιστορία επαναλαμβάνεται...
Όταν οι κύριοι πολιτικοί αντιπρόσωποι του κεφαλαίου θέλουν να κρατήσουν τα προσχήματα και να μην εκτεθούν, έρχεται το “Die Linke”...
Στην πορεία επανόδου του Γερμανικού Ιμπεριαλισμού μετά την επανένωση των δύο Γερμανιών το 1989, θα έφτανε αργά η γρήγορα και η στιγμή που θα τίθονταν και το στρατιωτικό ζήτημα. Φορτισμένο πολύ έντονα με ιστορικές χροιές (πρωσικός μιλιταρισμός, Αυτοκρατορική Γερμανία του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, Ναζιστική Γερμανία του Β' Παγκοσμίου Πολέμου), το ζήτημα του επανεξοπλισμού και της στρατιωτικής αναβάθμισης του Γερμανικού Ιμπεριαλισμού ήταν και είναι ακόμα – παρά τα βήματα που έχουν γίνει – ένα ιδιαίτερα “λεπτό” ζήτημα, με έντονο συναισθηματικό φορτίο και προικισμένο με ανατριχιαστικές μνήμες. Σε τέτοιες περιπτώσεις είναι που η συγκατάθεση του “αντιπάλου”, όχι τόσο του εξωτερικού όσο του εσωτερικού, είναι απόλυτα απαραίτητη. Πολύ περισσότερο στα πρώτα, αμήχανα και αμφίβολα βήματα. Έτσι λοιπόν, η Γερμανική Αριστερά, στην διάρκεια ολόκληρης της περιόδου από το 1990 κι έπειτα κρινόταν και κρίνεται με βάση το συγκεκριμένο ζήτημα, δίνοντας συνήθως πρόθυμα τα διαπιστευτήριά της...
Τότε, ήταν οι Πράσινοι του Γιόσκα Φίσερ – με τον τελευταίο στην θέση του Υπουργού Εξωτερικών – που έβαψαν τα χέρια τους με το αίμα που έχυσε στο διάβα του μέσα από την πρώην Γιουγκοσλαβία ο Γερμανικός Ιμπεριαλισμός. Σήμερα – προκειμένου να λάβει και την έγκριση για τη θέση του κυβερνητικού εταίρου στο μέλλον – το “Die Linke” καλείται να δώσει παρόμοια διαπιστευτήρια, πράγμα που πράττει ευχαρίστως και με μεγάλη ευκολία. Έτσι λοιπόν, στην συζήτηση που βρίσκεται σε εξέλιξη στην Γερμανία τις τελευταίες εβδομάδες σχετικά με την αποστολή στρατιωτικού εξοπλισμού στους Κούρδους του Ιράκ προκειμένου να αντιμετωπιστεί ο κίνδυνος των τζιχαντιστών και του Ισλαμικού Κράτους στο Ιράκ και το Λεβάντε - ΙΚΙΛ (ή Ισλαμικό Κράτος στο Ιράκ και τη Συρία), άνοιξαν για μια ακόμα φορά ζητήματα τοποθέτησης της Αριστεράς γενικότερα – και του “Die Linke” ειδικότερα – απέναντι στον πόλεμο.
Η επίσημη τοποθέτηση της Γερμανικής κυβέρνησης ήταν αρχικά αρνητική. Ο εκπρόσωπος τύπου της Steffen Seibert δήλωσε την περασμένη Δευτέρα πως η Γερμανική Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση αντιτίθεται στην πώληση όπλων σε οποιονδήποτε εμπλέκεται αυτή τη στιγμή σε μάχες. Προφανώς και ήταν υποκριτικό κάτι τέτοιο (βλέπε Ουκρανία) και έπρεπε επιπλέον να διασφαλιστεί η απουσία “αντίπαλου δέους” σε τέτοιου είδους “ευαίσθητα” ζητήματα. Για κάτι τέτοιο, βαρύνουσας σημασίας ήταν η στάση του “Die Linke”. Παίζοντας φιλότιμα τον ρόλο που ανέμενε από αυτό η Γερμανική Ιμπεριαλιστική αστική τάξη, το “Die Linke”, πρωταγωνίστησε στην εκστρατεία προπαγάνδας που εκτυλίχτηκε μέσα στην εβδομάδα και η οποία αφορούσε τόσο την πώληση όπλων όσο και την στρατιωτική “διαμεσολάβηση” ζητημάτων όπως αυτό που έχει προκύψει στο Ιράκ. Η εκστρατεία αυτή λοιπόν είχε ως αποτέλεσμα την αποστολή “μη θανάσιμης” στρατιωτικής βοήθειας στους Κούρδους του Ιράκ από τη μεριά της Γερμανικής Κυβέρνησης. Ναυαρχίδα της επιχειρηματολογίας του “Die Linke” υπήρξαν φυσικά οι “ανθρωπιστικοί λόγοι”.
Τότε, ήταν οι Πράσινοι του Γιόσκα Φίσερ – με τον τελευταίο στην θέση του Υπουργού Εξωτερικών – που έβαψαν τα χέρια τους με το αίμα που έχυσε στο διάβα του μέσα από την πρώην Γιουγκοσλαβία ο Γερμανικός Ιμπεριαλισμός. Σήμερα – προκειμένου να λάβει και την έγκριση για τη θέση του κυβερνητικού εταίρου στο μέλλον – το “Die Linke” καλείται να δώσει παρόμοια διαπιστευτήρια, πράγμα που πράττει ευχαρίστως και με μεγάλη ευκολία. Έτσι λοιπόν, στην συζήτηση που βρίσκεται σε εξέλιξη στην Γερμανία τις τελευταίες εβδομάδες σχετικά με την αποστολή στρατιωτικού εξοπλισμού στους Κούρδους του Ιράκ προκειμένου να αντιμετωπιστεί ο κίνδυνος των τζιχαντιστών και του Ισλαμικού Κράτους στο Ιράκ και το Λεβάντε - ΙΚΙΛ (ή Ισλαμικό Κράτος στο Ιράκ και τη Συρία), άνοιξαν για μια ακόμα φορά ζητήματα τοποθέτησης της Αριστεράς γενικότερα – και του “Die Linke” ειδικότερα – απέναντι στον πόλεμο.
Η επίσημη τοποθέτηση της Γερμανικής κυβέρνησης ήταν αρχικά αρνητική. Ο εκπρόσωπος τύπου της Steffen Seibert δήλωσε την περασμένη Δευτέρα πως η Γερμανική Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση αντιτίθεται στην πώληση όπλων σε οποιονδήποτε εμπλέκεται αυτή τη στιγμή σε μάχες. Προφανώς και ήταν υποκριτικό κάτι τέτοιο (βλέπε Ουκρανία) και έπρεπε επιπλέον να διασφαλιστεί η απουσία “αντίπαλου δέους” σε τέτοιου είδους “ευαίσθητα” ζητήματα. Για κάτι τέτοιο, βαρύνουσας σημασίας ήταν η στάση του “Die Linke”. Παίζοντας φιλότιμα τον ρόλο που ανέμενε από αυτό η Γερμανική Ιμπεριαλιστική αστική τάξη, το “Die Linke”, πρωταγωνίστησε στην εκστρατεία προπαγάνδας που εκτυλίχτηκε μέσα στην εβδομάδα και η οποία αφορούσε τόσο την πώληση όπλων όσο και την στρατιωτική “διαμεσολάβηση” ζητημάτων όπως αυτό που έχει προκύψει στο Ιράκ. Η εκστρατεία αυτή λοιπόν είχε ως αποτέλεσμα την αποστολή “μη θανάσιμης” στρατιωτικής βοήθειας στους Κούρδους του Ιράκ από τη μεριά της Γερμανικής Κυβέρνησης. Ναυαρχίδα της επιχειρηματολογίας του “Die Linke” υπήρξαν φυσικά οι “ανθρωπιστικοί λόγοι”.
Πολύ περισσότερο από την τοποθέτηση μιας ηγετικής φυσιογνωμίας, μια λογική που εμποτίζει βαθειά το σύνολο του “Die Linke”.
Η τοποθέτηση του ηγέτη του κόμματος Γκρέγκορ Γκύζι θα μπορούσε να θεωρηθεί ακόμα και αναμενόμενη. Η θητεία του στον γραφειοκρατικό μηχανισμό του Κομμουνιστικού Κόμματος Ανατολικής Γερμανίας και το γεγονός ότι επιβίωσε πολιτικά μετά την πτώση του τείχους θα πρέπει να υποψίαζε πολλούς. Έτσι λοιπόν οι δηλώσεις του – που αποτελούν μνημείο διγλωσσίας – δεν θα πρέπει να αιφνιδίασαν πολλούς:
“Κατά βάση, είμαι αυστηρά ενάντιος στην εξαγωγή Γερμανικών όπλων. Καθώς όμως η Γερμανία είναι ένας σημαντικός εξαγωγέας όπλων, θα μπορούσε ίσως να μας επιτραπεί να στείλουμε όπλα εκεί σ' αυτήν την ιδιαίτερη περίσταση αν άλλες χώρες δεν είναι σε θέση να πραγματοποιήσουν μια τέτοια αποστολή άμεσα. Απλά γράμματα διαμαρτυρίας δεν είναι δυνατόν να σταματήσουν το ΙΚΙΛ”.
Όσο κι αν είναι απίστευτος ο τρόπος με τον οποίο ο Γκύζι τοποθετείται επί του ζητήματος – ακόμα ένα θαυμάσιο δείγμα γραφής της πραγματιστικής και υπεύθυνης Αριστεράς των ημερών μας – αυτό που είναι πραγματικά εντυπωσιακό – και σίγουρα αποκαρδιωτικό – είναι η απόλυτη συμφωνία επί του συγκεκριμένου ζητήματος ολόκληρου του φάσματος των στελεχών του κόμματος.
Η υπεύθυνη αμυντικής πολιτικής του “Die Linke”, Ulla Jelpke, εμφανίστηκε, σε συνέντευξή της στο ράδιο Deutschlandfunk το Σάββατο, να υποστηρίζει μια στρατιωτική επέμβαση στο Ιράκ. Αυτό που δίνει μεγαλύτερη σημασία στις δηλώσεις της, είναι πως η Jelpke θεωρείται μια από τους κύριους εκπροσώπους της “αντικαπιταλιστικής αριστεράς” στα πλαίσια του κόμματος, μάλλον ακόμα ένα πετυχημένο παράδειγμα αριστερού εισοδισμού.
“Είναι επίσης σημαντικό, φυσικά, να λάβει κανείς υπ' όψη του τη συνολική εικόνα προκειμένου να καταλήξει στο τι είδους στρατηγική θα έπρεπε να ακολουθήσει απέναντι σε αυτούς του βάρβαρους ισλαμιστές, και μια τέτοια στρατηγική θα περιλάμβανε ίσως την προσφυγή σε μέσα στρατιωτικής φύσης [...] Δεν είμαι ειδικός στρατιωτικός αναλυτής, αλλά δεν νομίζω πως μπορεί κανείς να αφήσει ανθρώπους που αντιμετωπίζουν τέτοιου είδους προβλήματα να αμυνθούν μόνοι τους για τον εαυτό τους”.
Αργότερα υποχώρησε κάπως, δηλώνοντας αντίθετη στην αποστολή γερμανικών όπλων και καλώντας το Βερολίνο να κάνει ότι μπορεί προκειμένου να συγκεντρωθούν τα αναγκαία μέσα για να αμυνθεί ο πληθυσμός της περιοχής. Όχι Γιάννης δηλαδή, Γιαννάκης και σε κάθε περίπτωση ούτε λόγος για το γεγονός ότι οι αιματοχυσίες στην περιοχή γίνονται με κύρια την ευθύνη των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών καθώς επίσης και με όπλα που ο δυτικός ιμπεριαλισμός προμηθεύει αυτούς τους “βαρβάρους” (ας μην ξεχνάμε πως το ΙΚΙΛ δημιουργήθηκε επί της ουσίας από τους αντικαθεστωτικούς της Συρίας, που ήταν πολύ καλοί όσο μάχονταν ενάντια στον Άσαντ, αλλά γι' αυτό θα γίνει λόγος πιο αναλυτικά κάπου αλλού).
Άλλα στελέχη που με διάφορους χρωματισμού τάχθηκαν υπέρ – αν όχι της αποστολής όπλων στους εμπόλεμους- τουλάχιστον μιας κάποιου είδους στρατιωτικής επέμβασης ήταν και οι Jan Van Aken, Stefan Liebich, Dominic Heilig και αρκετά ακόμα μέλη της κοινοβουλευτικής ομάδας του κόμματος.
“Κατά βάση, είμαι αυστηρά ενάντιος στην εξαγωγή Γερμανικών όπλων. Καθώς όμως η Γερμανία είναι ένας σημαντικός εξαγωγέας όπλων, θα μπορούσε ίσως να μας επιτραπεί να στείλουμε όπλα εκεί σ' αυτήν την ιδιαίτερη περίσταση αν άλλες χώρες δεν είναι σε θέση να πραγματοποιήσουν μια τέτοια αποστολή άμεσα. Απλά γράμματα διαμαρτυρίας δεν είναι δυνατόν να σταματήσουν το ΙΚΙΛ”.
Όσο κι αν είναι απίστευτος ο τρόπος με τον οποίο ο Γκύζι τοποθετείται επί του ζητήματος – ακόμα ένα θαυμάσιο δείγμα γραφής της πραγματιστικής και υπεύθυνης Αριστεράς των ημερών μας – αυτό που είναι πραγματικά εντυπωσιακό – και σίγουρα αποκαρδιωτικό – είναι η απόλυτη συμφωνία επί του συγκεκριμένου ζητήματος ολόκληρου του φάσματος των στελεχών του κόμματος.
Η υπεύθυνη αμυντικής πολιτικής του “Die Linke”, Ulla Jelpke, εμφανίστηκε, σε συνέντευξή της στο ράδιο Deutschlandfunk το Σάββατο, να υποστηρίζει μια στρατιωτική επέμβαση στο Ιράκ. Αυτό που δίνει μεγαλύτερη σημασία στις δηλώσεις της, είναι πως η Jelpke θεωρείται μια από τους κύριους εκπροσώπους της “αντικαπιταλιστικής αριστεράς” στα πλαίσια του κόμματος, μάλλον ακόμα ένα πετυχημένο παράδειγμα αριστερού εισοδισμού.
“Είναι επίσης σημαντικό, φυσικά, να λάβει κανείς υπ' όψη του τη συνολική εικόνα προκειμένου να καταλήξει στο τι είδους στρατηγική θα έπρεπε να ακολουθήσει απέναντι σε αυτούς του βάρβαρους ισλαμιστές, και μια τέτοια στρατηγική θα περιλάμβανε ίσως την προσφυγή σε μέσα στρατιωτικής φύσης [...] Δεν είμαι ειδικός στρατιωτικός αναλυτής, αλλά δεν νομίζω πως μπορεί κανείς να αφήσει ανθρώπους που αντιμετωπίζουν τέτοιου είδους προβλήματα να αμυνθούν μόνοι τους για τον εαυτό τους”.
Αργότερα υποχώρησε κάπως, δηλώνοντας αντίθετη στην αποστολή γερμανικών όπλων και καλώντας το Βερολίνο να κάνει ότι μπορεί προκειμένου να συγκεντρωθούν τα αναγκαία μέσα για να αμυνθεί ο πληθυσμός της περιοχής. Όχι Γιάννης δηλαδή, Γιαννάκης και σε κάθε περίπτωση ούτε λόγος για το γεγονός ότι οι αιματοχυσίες στην περιοχή γίνονται με κύρια την ευθύνη των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών καθώς επίσης και με όπλα που ο δυτικός ιμπεριαλισμός προμηθεύει αυτούς τους “βαρβάρους” (ας μην ξεχνάμε πως το ΙΚΙΛ δημιουργήθηκε επί της ουσίας από τους αντικαθεστωτικούς της Συρίας, που ήταν πολύ καλοί όσο μάχονταν ενάντια στον Άσαντ, αλλά γι' αυτό θα γίνει λόγος πιο αναλυτικά κάπου αλλού).
Άλλα στελέχη που με διάφορους χρωματισμού τάχθηκαν υπέρ – αν όχι της αποστολής όπλων στους εμπόλεμους- τουλάχιστον μιας κάποιου είδους στρατιωτικής επέμβασης ήταν και οι Jan Van Aken, Stefan Liebich, Dominic Heilig και αρκετά ακόμα μέλη της κοινοβουλευτικής ομάδας του κόμματος.
Η πλήρης χρεωκοπία της “οικόσιτης” Αριστεράς.
Όταν υιοθετούνται τέτοιες θέσεις, αναφορικά με έναν πόλεμο μερικές χιλιάδες χιλιόμετρα από τα "εθνικά σύνορα", θα μπορούσε να έχει κανείς την όποια αμφιβολία σχετικά με το τι είδους τοποθέτηση θα υπήρχε σε περίπτωση που ο πόλεμος θα μπορούσε να αγγίζει έδαφος της Vaterland; Μάλλον όχι. Ακόμα και το ξοφλημένο SPD της περιόδου πριν τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο (η ναυαρχίδα της Β' Διεθνούς) έδινε όρκους πίστης στον προλεταριακό διεθνισμό και την ειρήνη μέχρι τη στιγμή που ξέσπασε ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος. Μπορεί να συνειδητοποιήσει κανείς το μέγεθος της πολιτικής και ηθικής χρεοκοπίας του “Die Linke” (το οποίο άλλωστε δεν είναι και το μόνο, όρκοι πίστης στο ΝΑΤΟ και τη Δύση ακούγονται εσχάτως και από άλλα κομμάτια της Ευρωπαϊκής Αριστεράς), όταν καταλήγει να κάνει τον πολιτικό “λαγό” για την ιμπεριαλιστική αστική τάξη της χώρας του..
Είναι τέτοια η τύφλωση της ενταγμένης στα πλαίσια των αστικών πολιτικών θεσμών Αριστεράς, που – είτε εκούσια, είτε ακούσια, μικρή σημασία έχει – καταλήγει πλήρως υποταγμένη στην αστική ιδεολογία και πολιτική, προδίδοντας έτσι πλήρως τα συμφέροντα αυτών για λογαριασμό των οποίων υποτίθεται ότι πολιτεύεται (πάντα ερήμην τους σε τέτοιες περιπτώσεις). Καλώντας σε επεμβάσεις των ιμπεριαλιστών για “ανθρωπιστικούς λόγους”, ξεχνάει τους περισσότερους από 1.000.000 νεκρούς από τη στιγμή της κατάληψης του Ιράκ από τους Αμερικανούς. Ξεχνάει την υποστήριξη τόσο του Αμερικάνικου όσο και του Γερμανικού Ιμπεριαλισμού στην γενοκτονία του Ισραηλινού στρατού στη Γάζα, ξεχνάει την αμέριστη στήριξη των ναζιστών στην Ουκρανία και στις επιχειρήσεις εθνοκάθαρσης που αυτοί αποπειρώνται να φέρουν εις πέρας στις ανατολικές επαρχίες της χώρας ακόμα και τη στιγμή που διατυπώνονται φιλοπόλεμες θέσεις εξ' αιτίας “ανθρωπιστικών ανησυχιών”.
Προφανώς και η συγκεκριμένη πολιτική γραμμή δεν αποτελεί αποτέλεσμα “ελαττωματικής μνήμης”. Το πρόβλημα είναι πολύ πιο ουσιαστικό και αγγίζει την ίδια την φύση της Αριστεράς στις μέρες μας, ή τουλάχιστον των επίσημων εκφάνσεών της. Μιας αριστεράς που έχει μάθει να καθορίζει την πολιτική της ύπαρξη στα πλαίσια των αστικών θεσμών, έχει μάθει να αντιλαμβάνεται το πολιτικό της παρόν και μέλλον μέσα στους διαδρόμους και τις αίθουσες των κοινοβουλίων. Μιας αριστεράς που, έχοντας ανδρωθεί στους καιρούς της ενσωμάτωσης και εξαργυρώνοντας το αίμα και τους αγώνες προηγούμενων γενιών, προσπαθεί να ζήσει το μικροαστικό της όνειρο με ξένα κόλλυβα.
Έτσι λοιπόν, έχει απολέσει κάθε εμπιστοσύνη στις δυνάμεις και τις ικανότητες των λαών, πόσο μάλλον στις δικές της ικανότητες να τους οργανώνει και να αγωνίζεται ως πολιτική τους πρωτοπορία στην εμπροσθοφυλακή τους. Ο προλεταριακός διεθνισμός δεν αποτελεί για αυτήν παρά ένα απλό σύνθημα – κενό νοήματος – σε πορείες (και αν). Έτσι λοιπόν, αντί να καταδικάζει τις σφαγές που προκύπτουν η μια μετά την άλλη από τα παιχνίδια εξουσίας και τους ανταγωνισμούς των ιμπεριαλιστών και να να αγωνίζεται καθημερινά και στην πράξη για την αποχώρησή τους από τις σφαίρες επιρροής τους, τους “αγιοποιεί” χρίζοντάς τους προστάτες των ανυπεράσπιστων, τους ίδιους ανυπεράσπιστους που μέχρι χθες έσφαζαν οι ίδιοι και σήμερα σφάζουν δι' αντιπροσώπων.
Η πλήρης εξάρτηση της επιβίωσης μιας τέτοιας Αριστεράς από τους αστικούς θεσμούς (και τους αστικούς οικονομικούς προϋπολογισμούς) εγγυάται την πλήρη προδοσία των υποθέσεων των εργαζομένων στις κρίσιμες στιγμές (μερικές φορές ακόμα και στις όχι και τόσο κρίσιμες όπως φαίνεται). Και για να μην νομίζουμε ότι αυτά αφορούν την Γερμανική Αριστερά και μόνο, και δεν μας αγγίζουν εδώ, στην πολιτικοποιημένη Ελλάδα, ας αναρωτηθούμε τι ήταν αυτό που δεν άφηνε καμιά δυνατότητα απόσυρσης των βουλευτών της Αριστεράς από το κοινοβούλιο όταν ψηφίζονταν το πρώτο μνημόνιο, για να μην είναι νομιμοποιημένη η φαρσοκωμωδία του ελληνικού κοινοβουλίου από μεριάς Αριστεράς τουλάχιστον. Στάση, κατοπτρικά είδωλα της οποίας είναι τόσο η υπεράσπιση του αστικού κοινοβουλίου όταν μέσα ψηφίζονται εξοντωτικά για το λαό μέτρα, όσο και η “εαρινή έφοδος για την κυβερνητική εξουσία” που όλο και περισσότερο εμφανίζεται σαν πανάκεια εναποθέτοντας όλες τις ελπίδες επίλυσης των προβλημάτων των εργαζομένων στους αστικούς πολιτικούς θεσμούς, του ίδιους δηλαδή θεσμούς με αυτούς που τα δημιούργησαν...
Το χειρότερο όμως είναι πως πλέον ζούμε την εποχή του τέλους των αυταπατών. Μετά από 70 και πλέον χρόνια σχετικά ειρηνικής ύπαρξης της ανθρωπότητας – τουλάχιστον στις χώρες του αναπτυγμένου καπιταλισμού – τα πράγματα έχουν αλλάξει ριζικά. Οι κοινωνικοί συσχετισμοί δύναμης έχουν ανατραπεί διεθνώς σε βάρος των δυνάμεων της εργασίας και τα νέα σφαγεία των ιμπεριαλιστών απέχουν πολύ λιγότερο από ότι μπορεί να νομίζουμε μέσα στον λήθαργό μας... Μέσα στη φωτιά και το ατσάλι των εποχών που έρχονται ίσως οι ίδιες οι συνθήκες γεννήσουν την Αριστερά, την κομμουνιστική Αριστερά, που θα μπορέσει να ξεπεράσει τις παθογένειες της ενσωμάτωσης και να οδηγήσει την εργαζόμενη πλειοψηφία και την ανθρωπότητα σε έναν κόσμο όπου η εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο – πόσο μάλλον οι πόλεμοι, οι γενοκτονίες και οι σφαγές – θα αποτελούν απλά ανάμνηση μιας εποχής που η ανθρωπότητα δεν ήταν παρά μονάχα ένα ακόμα άγριο θηρίο στην επιφάνεια του πλανήτη Γη και μάλιστα μακράν το πιο επικίνδυνο...
Είναι τέτοια η τύφλωση της ενταγμένης στα πλαίσια των αστικών πολιτικών θεσμών Αριστεράς, που – είτε εκούσια, είτε ακούσια, μικρή σημασία έχει – καταλήγει πλήρως υποταγμένη στην αστική ιδεολογία και πολιτική, προδίδοντας έτσι πλήρως τα συμφέροντα αυτών για λογαριασμό των οποίων υποτίθεται ότι πολιτεύεται (πάντα ερήμην τους σε τέτοιες περιπτώσεις). Καλώντας σε επεμβάσεις των ιμπεριαλιστών για “ανθρωπιστικούς λόγους”, ξεχνάει τους περισσότερους από 1.000.000 νεκρούς από τη στιγμή της κατάληψης του Ιράκ από τους Αμερικανούς. Ξεχνάει την υποστήριξη τόσο του Αμερικάνικου όσο και του Γερμανικού Ιμπεριαλισμού στην γενοκτονία του Ισραηλινού στρατού στη Γάζα, ξεχνάει την αμέριστη στήριξη των ναζιστών στην Ουκρανία και στις επιχειρήσεις εθνοκάθαρσης που αυτοί αποπειρώνται να φέρουν εις πέρας στις ανατολικές επαρχίες της χώρας ακόμα και τη στιγμή που διατυπώνονται φιλοπόλεμες θέσεις εξ' αιτίας “ανθρωπιστικών ανησυχιών”.
Προφανώς και η συγκεκριμένη πολιτική γραμμή δεν αποτελεί αποτέλεσμα “ελαττωματικής μνήμης”. Το πρόβλημα είναι πολύ πιο ουσιαστικό και αγγίζει την ίδια την φύση της Αριστεράς στις μέρες μας, ή τουλάχιστον των επίσημων εκφάνσεών της. Μιας αριστεράς που έχει μάθει να καθορίζει την πολιτική της ύπαρξη στα πλαίσια των αστικών θεσμών, έχει μάθει να αντιλαμβάνεται το πολιτικό της παρόν και μέλλον μέσα στους διαδρόμους και τις αίθουσες των κοινοβουλίων. Μιας αριστεράς που, έχοντας ανδρωθεί στους καιρούς της ενσωμάτωσης και εξαργυρώνοντας το αίμα και τους αγώνες προηγούμενων γενιών, προσπαθεί να ζήσει το μικροαστικό της όνειρο με ξένα κόλλυβα.
Έτσι λοιπόν, έχει απολέσει κάθε εμπιστοσύνη στις δυνάμεις και τις ικανότητες των λαών, πόσο μάλλον στις δικές της ικανότητες να τους οργανώνει και να αγωνίζεται ως πολιτική τους πρωτοπορία στην εμπροσθοφυλακή τους. Ο προλεταριακός διεθνισμός δεν αποτελεί για αυτήν παρά ένα απλό σύνθημα – κενό νοήματος – σε πορείες (και αν). Έτσι λοιπόν, αντί να καταδικάζει τις σφαγές που προκύπτουν η μια μετά την άλλη από τα παιχνίδια εξουσίας και τους ανταγωνισμούς των ιμπεριαλιστών και να να αγωνίζεται καθημερινά και στην πράξη για την αποχώρησή τους από τις σφαίρες επιρροής τους, τους “αγιοποιεί” χρίζοντάς τους προστάτες των ανυπεράσπιστων, τους ίδιους ανυπεράσπιστους που μέχρι χθες έσφαζαν οι ίδιοι και σήμερα σφάζουν δι' αντιπροσώπων.
Η πλήρης εξάρτηση της επιβίωσης μιας τέτοιας Αριστεράς από τους αστικούς θεσμούς (και τους αστικούς οικονομικούς προϋπολογισμούς) εγγυάται την πλήρη προδοσία των υποθέσεων των εργαζομένων στις κρίσιμες στιγμές (μερικές φορές ακόμα και στις όχι και τόσο κρίσιμες όπως φαίνεται). Και για να μην νομίζουμε ότι αυτά αφορούν την Γερμανική Αριστερά και μόνο, και δεν μας αγγίζουν εδώ, στην πολιτικοποιημένη Ελλάδα, ας αναρωτηθούμε τι ήταν αυτό που δεν άφηνε καμιά δυνατότητα απόσυρσης των βουλευτών της Αριστεράς από το κοινοβούλιο όταν ψηφίζονταν το πρώτο μνημόνιο, για να μην είναι νομιμοποιημένη η φαρσοκωμωδία του ελληνικού κοινοβουλίου από μεριάς Αριστεράς τουλάχιστον. Στάση, κατοπτρικά είδωλα της οποίας είναι τόσο η υπεράσπιση του αστικού κοινοβουλίου όταν μέσα ψηφίζονται εξοντωτικά για το λαό μέτρα, όσο και η “εαρινή έφοδος για την κυβερνητική εξουσία” που όλο και περισσότερο εμφανίζεται σαν πανάκεια εναποθέτοντας όλες τις ελπίδες επίλυσης των προβλημάτων των εργαζομένων στους αστικούς πολιτικούς θεσμούς, του ίδιους δηλαδή θεσμούς με αυτούς που τα δημιούργησαν...
Το χειρότερο όμως είναι πως πλέον ζούμε την εποχή του τέλους των αυταπατών. Μετά από 70 και πλέον χρόνια σχετικά ειρηνικής ύπαρξης της ανθρωπότητας – τουλάχιστον στις χώρες του αναπτυγμένου καπιταλισμού – τα πράγματα έχουν αλλάξει ριζικά. Οι κοινωνικοί συσχετισμοί δύναμης έχουν ανατραπεί διεθνώς σε βάρος των δυνάμεων της εργασίας και τα νέα σφαγεία των ιμπεριαλιστών απέχουν πολύ λιγότερο από ότι μπορεί να νομίζουμε μέσα στον λήθαργό μας... Μέσα στη φωτιά και το ατσάλι των εποχών που έρχονται ίσως οι ίδιες οι συνθήκες γεννήσουν την Αριστερά, την κομμουνιστική Αριστερά, που θα μπορέσει να ξεπεράσει τις παθογένειες της ενσωμάτωσης και να οδηγήσει την εργαζόμενη πλειοψηφία και την ανθρωπότητα σε έναν κόσμο όπου η εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο – πόσο μάλλον οι πόλεμοι, οι γενοκτονίες και οι σφαγές – θα αποτελούν απλά ανάμνηση μιας εποχής που η ανθρωπότητα δεν ήταν παρά μονάχα ένα ακόμα άγριο θηρίο στην επιφάνεια του πλανήτη Γη και μάλιστα μακράν το πιο επικίνδυνο...