Όταν ακούστηκαν οι πρώτες φιλοπόλεμες κραυγές στην περίπτωση της σπαρασσόμενης Λιβύης, ελάχιστοι έδωσαν σημασία σε όσους τους αντιτάχθηκαν. Όταν - ως άλλοι φιλοπόλεμοι φύλαρχοι - καλούσαν οι πολιτικοί υπάλληλοι της ελληνικής αστικής τάξης για επέμβαση στη Συρία, όσοι σημείωναν την επικίνδυνη και τυχοδιωκτική όξυνση της επιθετικότητας του ελληνικού κεφαλαίου σε μια περιοχή όπου μέχρι μερικές δεκαετίες πριν η φιλειρηνική στάση που υπαγορεύονταν από τους αντιπολεμικούς αγώνες του ελληνικού λαού είχε δημιουργήσει φιλική στάση – αλλά και σύμμαχους – απέναντι στην εξωτερική πολιτική της Ελλάδας θεωρήθηκαν υπερβολικοί...
Στις περιπτώσεις της Ουκρανίας και της Παλαιστίνης, μία από τα ίδια. Ο Βενιζέλος στην Ουκρανία να σφίγγει τα χέρια της στηριζόμενης στα εγκλήματα φασιστών πραξικοπηματικής κυβέρνησης του Κιέβου και να στηρίζει ανεπιφύλακτα τις πιο επιθετικές επιλογές του δυτικού ιμπεριαλισμού που για μια ακόμα φορά αιματοκυλούν τους λαούς της Ευρώπης. Για το έγκλημα της Παλαιστίνης τίποτα πέρα από λόγια ψεύτικης συμπάθειας και δήθεν συντριβής...
Στο εσωτερικό, όχι μόνο δεν εκφράστηκε κάποια συγκροτημένη αντίθεση απέναντι στην φιλοπόλεμη αυτή στροφή από το λαό και τους εργαζόμενους αλλά αντιθέτως φαίνεται να ενδυναμώνονται οι πιο πολεμοχαρείς λογικές. Τόσο από την πιο αντιδραστική στροφή όσων βρίσκονται σε κυβερνητικές θέσεις, όσο και σε ότι έχει να κάνει με τις εφεδρείες τους. Πρώτα και κύρια στο πρόσωπο της νεοναζιστικής και στρατοκρατικής Χρυσής Αυγής. Όσο κι αν ακούγονται ίσως γραφικές διάφορες φιλοπόλεμες-μεγαλοϊδεατικές ασυναρτησίες της Χρυσής Αυγής και άλλων ακροδεξιών και φασιστών (“να πάρουμε την πόλη” κλπ.) έχουν πάψει προ πολλού να είναι τέτοιες και δεν είναι τίποτα άλλο παρά άκρως επικίνδυνες πλέον. Σηματοδοτούν έτσι την αναβάθμιση της προετοιμασίας του ελληνικού αστισμού για πιθανούς πολεμικούς τυχοδιωκτισμούς. Απέναντι σε όλα αυτά η Αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ τρέχει πανικόβλητη να δηλώσει “ανήκομεν εις την Δύσην”, αποδεχόμενη τη συμμετοχή στους πιο αιματηρούς μηχανισμούς μακελέματος των λαών στην ιστορία της ανθρωπότητας όπως το ΝΑΤΟ.
Και τώρα το εμπάργκο από μεριάς Ρωσίας, που φαίνεται να ακολουθεί τα “πιστόλια” των ρωσικών ταξιδιωτικών πρακτορείων και τα συνεπαγόμενα “πλήγματα” στη βαριά βιομηχανία της χώρας. Για όσους έχουν την τιμιότητα να κοιτάξουν τις εξελίξεις στα μάτια, δεν πρόκειται παρά για την φυσική συνέπεια των φιλοπόλεμων κραυγών που ακούγονται τόσο από επίσημα όσο και από ανεπίσημα χείλη καθημερινά (τι άλλο αποτελεί άλλωστε ο ρατσισμός και οι καθημερινές επιθέσεις σε μετανάστες). Όταν το ελληνικό κεφάλαιο προβαίνει σε τυχοδιωκτικές κινήσεις ελπίζοντας από τους ιμπεριαλιστές να του πετάξουν ένα κοκαλάκι από την (συρρικνούμενη λόγω κρίσης) λεία τους, τότε είναι μάλλον αναμενόμενο να δέχεται και αντίποινα του αντιπάλου. Και όσο πιο ανίσχυρος, τόσο πιο ανυπεράσπιστος στα αντίποινα. Το θέμα είναι ότι τα αντίποινα – για μια ακόμα φορά – δεν θα τα νιώσουν ο Βενιζέλος, ο Σαμαράς και το λοιπό πολιτικό προσωπικό της αστικής τάξης.
Για μια ακόμα φορά εκείνοι που στήριξαν πιο φιλοπόλεμες τάσεις (κατά κανόνα και με βάση το ποιον πολιτικό σχηματισμό επέλεξαν στις εκλογές), ή που δεν συμπεριέλαβαν καν το κριτήριο αυτό όταν αποφάσιζαν, είναι αυτοί που θα υποστούν και τις συνέπειες των ανεύθυνων επιλογών τους. Είτε πρόκειται για καθυστερημένα πολιτικά στρώματα της υπαίθρου, είτε για τους κατασκευαστές των κατέργων του νέου εργασιακού μεσαίωνα (όπως στη Μανωλάδα). Για την τελευταία ας σκεφτεί κανείς τι επιπτώσεις θα έχει στους εργάτες γης της περιοχής (σε ποιανών τις πλάτες θα μετακυληθεί το κόστος) η πιθανολογούμενη απαγόρευση εισαγωγής φραουλών από την Ελλάδα από μεριάς Ρωσίας (όπως επίσης και τι θα σημάνει η επιλογή συγκεκριμένων προϊόντων έναντι άλλων σε σχέση με την – σύμφωνα με το Unfollow του Ιούνη – πριμοδότηση ακροδεξιών και νεοναζιστικών πολιτικών μορφωμάτων από μεριάς Μόσχας).
Όπως και να έχει την ευθύνη την έχει πραγματικά η Αριστερά. Αναπαράγοντας αυταπάτες για το εφικτό της φιλολαϊκής και φιλειρηνικής μεταρρύθμισης μηχανισμών όπως το ΝΑΤΟ και η ΕΕ από τη μια, και σε αδυναμία να εμπνεύσει ένα αντιπολεμικό αντιιμπεριαλιστικό κίνημα από την άλλη, αφήνει τις μάζες των εργαζομένων έρμαιο στα φιλοπόλεμα και εθνικιστικά παραλληρήματα. Όπως και να έχει πάντως, δύο πράγματα είναι σίγουρα. Πρώτον ότι οι ιμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί οξύνονται και περνούν σε νέο επίπεδο πλέον (από ανταγωνισμοί σε νομισματικό επίπεδο μέχρι πρότινος ή σε επίπεδο περιφερειακών πολεμικών συγκρούσεων, σε εμπορικούς ανταγωνισμούς και αντιπαραθέσεις πλέον). Δεύτερον, γίνεται σαφές πως οι εργαζόμενοι δεν πρέπει να αμελούν τον αντιιμπεριαλιστικό και αντιπολεμικό αγώνα. Μετά τις μεγαλειώδεις αντιπολεμικές διαδηλώσεις ενάντια στον πόλεμο στο Ιράκ το 2003, οι σημερινές αναιμικές αντιδράσεις μόνο μελαγχολία μπορεί να προκαλούν.
Οι λαοί δεν έχουν τίποτα να χωρίσουν κι απέναντι στους ανταγωνισμούς και τα πολεμικά παιχνίδια του κεφαλαίου και των ιμπεριαλιστών θα πρέπει να αντιπροτείνουν την ειρηνική συνύπαρξη και τη συνεργασία των λαών. Αποτελεί επείγον καθήκον για την Αριστερά – και πολύ περισσότερο για την επαναστατική – η ανάδειξη της σημασίας του να παλέψουν οι εργαζόμενοι για την ειρήνη και την ύφεση των ιμπεριαλιστικών συγκρούσεων. Να παλέψουν μάλιστα σε συντονισμό με τους εργαζόμενους των άλλων χωρών, με στόχο ο αγώνας τους να έχει τις αποτυπώσεις του και στην εξωτερική πολιτική της χώρας σε αντιιμπεριαλιστική αντιπολεμική κατεύθυνση. Ειδάλλως το τίμημα που θα κληθούν να πληρώσουν θα είναι και βαρύ και τραγικό...
Στο εσωτερικό, όχι μόνο δεν εκφράστηκε κάποια συγκροτημένη αντίθεση απέναντι στην φιλοπόλεμη αυτή στροφή από το λαό και τους εργαζόμενους αλλά αντιθέτως φαίνεται να ενδυναμώνονται οι πιο πολεμοχαρείς λογικές. Τόσο από την πιο αντιδραστική στροφή όσων βρίσκονται σε κυβερνητικές θέσεις, όσο και σε ότι έχει να κάνει με τις εφεδρείες τους. Πρώτα και κύρια στο πρόσωπο της νεοναζιστικής και στρατοκρατικής Χρυσής Αυγής. Όσο κι αν ακούγονται ίσως γραφικές διάφορες φιλοπόλεμες-μεγαλοϊδεατικές ασυναρτησίες της Χρυσής Αυγής και άλλων ακροδεξιών και φασιστών (“να πάρουμε την πόλη” κλπ.) έχουν πάψει προ πολλού να είναι τέτοιες και δεν είναι τίποτα άλλο παρά άκρως επικίνδυνες πλέον. Σηματοδοτούν έτσι την αναβάθμιση της προετοιμασίας του ελληνικού αστισμού για πιθανούς πολεμικούς τυχοδιωκτισμούς. Απέναντι σε όλα αυτά η Αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ τρέχει πανικόβλητη να δηλώσει “ανήκομεν εις την Δύσην”, αποδεχόμενη τη συμμετοχή στους πιο αιματηρούς μηχανισμούς μακελέματος των λαών στην ιστορία της ανθρωπότητας όπως το ΝΑΤΟ.
Και τώρα το εμπάργκο από μεριάς Ρωσίας, που φαίνεται να ακολουθεί τα “πιστόλια” των ρωσικών ταξιδιωτικών πρακτορείων και τα συνεπαγόμενα “πλήγματα” στη βαριά βιομηχανία της χώρας. Για όσους έχουν την τιμιότητα να κοιτάξουν τις εξελίξεις στα μάτια, δεν πρόκειται παρά για την φυσική συνέπεια των φιλοπόλεμων κραυγών που ακούγονται τόσο από επίσημα όσο και από ανεπίσημα χείλη καθημερινά (τι άλλο αποτελεί άλλωστε ο ρατσισμός και οι καθημερινές επιθέσεις σε μετανάστες). Όταν το ελληνικό κεφάλαιο προβαίνει σε τυχοδιωκτικές κινήσεις ελπίζοντας από τους ιμπεριαλιστές να του πετάξουν ένα κοκαλάκι από την (συρρικνούμενη λόγω κρίσης) λεία τους, τότε είναι μάλλον αναμενόμενο να δέχεται και αντίποινα του αντιπάλου. Και όσο πιο ανίσχυρος, τόσο πιο ανυπεράσπιστος στα αντίποινα. Το θέμα είναι ότι τα αντίποινα – για μια ακόμα φορά – δεν θα τα νιώσουν ο Βενιζέλος, ο Σαμαράς και το λοιπό πολιτικό προσωπικό της αστικής τάξης.
Για μια ακόμα φορά εκείνοι που στήριξαν πιο φιλοπόλεμες τάσεις (κατά κανόνα και με βάση το ποιον πολιτικό σχηματισμό επέλεξαν στις εκλογές), ή που δεν συμπεριέλαβαν καν το κριτήριο αυτό όταν αποφάσιζαν, είναι αυτοί που θα υποστούν και τις συνέπειες των ανεύθυνων επιλογών τους. Είτε πρόκειται για καθυστερημένα πολιτικά στρώματα της υπαίθρου, είτε για τους κατασκευαστές των κατέργων του νέου εργασιακού μεσαίωνα (όπως στη Μανωλάδα). Για την τελευταία ας σκεφτεί κανείς τι επιπτώσεις θα έχει στους εργάτες γης της περιοχής (σε ποιανών τις πλάτες θα μετακυληθεί το κόστος) η πιθανολογούμενη απαγόρευση εισαγωγής φραουλών από την Ελλάδα από μεριάς Ρωσίας (όπως επίσης και τι θα σημάνει η επιλογή συγκεκριμένων προϊόντων έναντι άλλων σε σχέση με την – σύμφωνα με το Unfollow του Ιούνη – πριμοδότηση ακροδεξιών και νεοναζιστικών πολιτικών μορφωμάτων από μεριάς Μόσχας).
Όπως και να έχει την ευθύνη την έχει πραγματικά η Αριστερά. Αναπαράγοντας αυταπάτες για το εφικτό της φιλολαϊκής και φιλειρηνικής μεταρρύθμισης μηχανισμών όπως το ΝΑΤΟ και η ΕΕ από τη μια, και σε αδυναμία να εμπνεύσει ένα αντιπολεμικό αντιιμπεριαλιστικό κίνημα από την άλλη, αφήνει τις μάζες των εργαζομένων έρμαιο στα φιλοπόλεμα και εθνικιστικά παραλληρήματα. Όπως και να έχει πάντως, δύο πράγματα είναι σίγουρα. Πρώτον ότι οι ιμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί οξύνονται και περνούν σε νέο επίπεδο πλέον (από ανταγωνισμοί σε νομισματικό επίπεδο μέχρι πρότινος ή σε επίπεδο περιφερειακών πολεμικών συγκρούσεων, σε εμπορικούς ανταγωνισμούς και αντιπαραθέσεις πλέον). Δεύτερον, γίνεται σαφές πως οι εργαζόμενοι δεν πρέπει να αμελούν τον αντιιμπεριαλιστικό και αντιπολεμικό αγώνα. Μετά τις μεγαλειώδεις αντιπολεμικές διαδηλώσεις ενάντια στον πόλεμο στο Ιράκ το 2003, οι σημερινές αναιμικές αντιδράσεις μόνο μελαγχολία μπορεί να προκαλούν.
Οι λαοί δεν έχουν τίποτα να χωρίσουν κι απέναντι στους ανταγωνισμούς και τα πολεμικά παιχνίδια του κεφαλαίου και των ιμπεριαλιστών θα πρέπει να αντιπροτείνουν την ειρηνική συνύπαρξη και τη συνεργασία των λαών. Αποτελεί επείγον καθήκον για την Αριστερά – και πολύ περισσότερο για την επαναστατική – η ανάδειξη της σημασίας του να παλέψουν οι εργαζόμενοι για την ειρήνη και την ύφεση των ιμπεριαλιστικών συγκρούσεων. Να παλέψουν μάλιστα σε συντονισμό με τους εργαζόμενους των άλλων χωρών, με στόχο ο αγώνας τους να έχει τις αποτυπώσεις του και στην εξωτερική πολιτική της χώρας σε αντιιμπεριαλιστική αντιπολεμική κατεύθυνση. Ειδάλλως το τίμημα που θα κληθούν να πληρώσουν θα είναι και βαρύ και τραγικό...