Είναι διαβόητη η διαφορά μεταξύ της ευκολίας του να πυροδοτήσει κάποιος ένα κίνημα διαμαρτυρίας και του να ελέγξει την κατεύθυνση που αυτό θα πάρει στη συνέχεια ή του να εξασφαλίσει ότι δεν θα γίνει παράδειγμα προς μίμηση για κάποιους, διαφορετικούς από αυτούς που θα ήθελε να αναμειχθούν. Αυτό το ρίσκο γίνεται τώρα εμφανές στην Ανατολική Ουκρανία όπου οι φιλορώσοι ακτιβιστές δεν επιδιώκουν να υποβαθμίσουν την εξουσία μόνο της κυβέρνησης του Κιέβου, αλλά επιτίθενται επίσης και στους “δικούς τους” ολιγάρχες.
Η Μόσχα προήγαγε ενεργά και οργάνωσε τις διαμαρτυρίες στην Ανατολική Ουκρανία ενάντια στις αρχές του Κιέβου, σαν μέρος της προσπάθειάς της να αποδυναμώσει και να διαμελίσει τη χώρα. Το ίδιο το Κρεμλίνο όμως είναι πιθανόν να δυσαρεστηθεί από μία από τις τροπές που παίρνουν αυτές οι διαδηλώσεις: στρέφονται εναντίον των “δικών τους” ολιγαρχών, μια ομάδα με την οποία τον Κρεμλίνο αναζήτησε συνεργασίες και στην οποία στηρίζεται και αυτό στα πλαίσια της Ρωσίας.
Όπως σημείωσε ο Aleksey Verkhoyantsev στη “Svobodnaya Pressa” της Τετάρτης 23 του Ιούλη, “ειδικοί έχουν προβλέψει εδώ και καιρό ότι η πολιτική κρίση στην Ουκρανία θα μπορούσε σύντομα να προσλάβει κοινωνικές διαστάσεις” και πως η ανάμειξη αυτών των δύο στοιχείων “θα μπορούσε να έχει απρόβλεπτες [και πιθανόν ανεξέλεγκτες] συνέπειες” (http://svpressa.ru/politic/article/86185/).
Ο Boris Smelyov, ειδικός αναλυτής του Οικονομικού Ινστιτούτου της Μόσχας και καθηγητής στη Διπλωματική Ακαδημία του Ρωσικού Υπουργείου Εξωτερικών, του είπε ότι μια από τις αιτίες για αυτό είναι το γεγονός ότι “για την πλειοψηφία των πολιτών της Ουκρανίας που ζουν στα νοτιοανατολικά, ο όρος “ομοσπονδιοποίηση” δεν γίνεται καλά κατανοητός”.
Ο απλός ανθρακωρύχος της περιοχής δεν ενδιαφέρεται για τέτοιες λεπτομέρειες, και κατά συνέπεια “βλέπουμε τώρα τους κατοίκους του Ντονμπάς να αναδεικνύουν κοινωνικά αιτήματα που είναι και πιο κατανοητά σε αυτούς και πιο εκρηκτικά. Όπως δείχνει η κατάσταση στην Ελλάδα, τέτοια αιτήματα μόνο να ενδυναμωθούν μπορούν όσο το Κίεβο θα προσπαθεί να αντεπεξέλθει στις απαιτήσεις του ΔΝΤ.
Ο Verkhoyantsev ρώτησε ευθέως τον Shmelyov: θα μπορούσε αυτό το κίνημα να ξεφύγει “τόσο από τον έλεγχο του Κιέβου όσο και της Μόσχας”; Θα μπορούσαν οι ριζοσπάστες “που σήμερα απευθύνουν εκκλήσεις για τη δημιουργία Λαϊκών Δημοκρατιών στα νοτιοανατολικά να αρνηθούν να αναγνωρίσουν την εξουσία των ολιγαρχών και, για παράδειγμα, να εθνικοποιήσουν τα ορυχεία και τις μεγάλες επιχειρήσεις”;
Ο οικονομολόγος από τη Μόσχα δεν απάντησε ευθέως αλλά είπε πως μορφές διαρχίας υπάρχουν ήδη σε πολλά σημεία της νοτιοανατολικής Ουκρανίας αλλά πως ο πραγματικός έλεγχος των περιοχών περνάει περισσότερο ή λιγότερο γρήγορα στα χέρια αυτών που αντιτίθενται στο Κίεβο. Η πρόσληψη κοινωνικών χαρακτηριστικών από τις διαμαρτυρίες μόνο να επιταχύνει μπορεί αυτή τη διαδικασία, αλλά συνάμα, θα ριζοσπαστικοποιήσει επίσης τις δυνάμεις που αντιτάσσονται στο Κίεβο.
“Η δυσαρέσκεια απέναντι στους ολιγάρχες στο Ντονμπάς και το Λουχάνσκ είναι μεγάλη”, είπε ο Shmelyov. Θεωρούνται υπεύθυνοι για πολλά από τα βάσανα των ντόπιων εργατών. “Η κοινωνική οργή μεγαλώνει, και αυτό θα οδηγήσει σε μια σύγκρουση μεταξύ του πληθυσμού και των ιδιοκτητών των εργοστασίων και των ορυχείων”. Κι αυτό με τη σειρά του θα μπορούσε να οδηγήσει τις δυνάμεις οι οποίες θα γεννηθούν να εθνικοποιήσουν αυτές τις εγκαταστάσεις.
Κατά συνέπεια, αυτό που βλέπουμε, συνέχισε, “δεν είναι μόνο η επιταχυνόμενη κατάρρευση της Ουκρανικής σταθερότητας και η όξυνση των τοπικών συγκρούσεων στην Ουκρανία. Βλέπουμε την καταστροφή του φιλελεύθερου-ολιγαρχικού μοντέλου κοινωνικοοικονομικής ανάπτυξης με βάση το οποίο η Ουκρανία πορεύονταν τα τελευταία χρόνια”.
Ο Aleksandr Shatilov, ένας κοινωνιολόγος του Οικονομικού Πανεπιστημίου της Μόσχας, συμφώνησε, προσθέτοντας μόνο ότι οι εντάσεις μεταξύ εργατών και ιδιοκτητών μεγάλωναν όχι μόνο στην ανατολική Ουκρανία αλλά σε ολόκληρη τη χώρα. Προέβλεψε ότι θα ήταν αρκετά πιθανό να υπάρξει “ένας πόλεμος όχι μόνο εναντίον του Κιέβου, αλλά επίσης ενάντια στους Ουκρανούς ολιγάρχες”.
Επίσης, ο Sergey Vasiltsov, βουλευτής του Κομμουνιστικού Κόμματος Ρωσικής Ομοσπονδίας στη Δούμα και διευθυντής του Κέντρου Ερευνών πάνω στην Πολιτική Κουλτούρα της Ρωσίας, συμφώνησε επίσης και είπε ότι παρά τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι εργάτες στην προσπάθειά τους να ενωθούν, είναι αρκετά πιθανό αιτήματα για “ένα κράτος χωρίς ολιγάρχες” να ακούγονται σύντομα στην Ουκρανία.
Ο Vasiltsov είπε πως η λύση για την ανατολική Ουκρανία θα ήταν να ενωθεί με τη Ρωσία, επειδή αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει περιθώριο ύπαρξης μικρότερων κρατών στον κόσμο. Θα πρέπει είτε να γίνουν μέρος ενός μεγαλύτερου κράτους ή δορυφόρος κάποιου άλλου.
Είναι σίγουρα αλήθεια ότι τα πάθη των ανθρακωρύχων και των εργατών στην ανατολική Ουκρανία θα μπορούσαν, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα, να βοηθήσουν τη Μόσχα να υπονομεύσει περεταίρω το Κίεβο. Οι επιθέσεις τους όμως ενάντια στους ολιγάρχες σαν σύνολο συνιστούν την ίδια στιγμή μια απειλή για το Κρεμλίνο γιατί χτυπούν τον θεμέλιο λίθο της εξουσίας του καθεστώτος του Βλαντιμίρ Πούτιν στη Ρωσία.
Και ακριβώς όπως ακτιβιστές σε τρεις ρωσικές επαρχίες ζήτησαν από τον Πούτιν “να εισβάλει” στις επαρχίες τους έτσι ώστε να μπορούν να έχουν κι αυτοί τα δικαιώματα που υποσχέθηκε στην Κριμαία, με τον ίδιο τρόπο θα μπορούσαν κάποιοι στην Ρωσική Ομοσπονδία να παραδειγματιστούν από αυτή την στροφή που λαμβάνουν εσχάτως τα γεγονότα στην Ουκρανία. Θα μπορούσε έτσι πλάι στην εθνικιστική εκδοχή των γεγονότων που προωθεί το Κρεμλίνο να προκύψει τόσο η κοινωνική, όσο και η ταξική εκδοχή τους.
Στο βαθμό που θα συμβεί κάτι τέτοιο η προσάρτηση της Κριμαίας από τον Πούτιν και οι συνεχιζόμενες υπονομευτικές κινήσεις στις οποίες προβαίνει στην ανατολική Ουκρανία, θα μπορούσαν να του γυρίσουν σαν μπούμερανγκ στο εσωτερικό της Ρωσικής Ομοσπονδίας, ωθώντας ρώσους πολίτες αυτή τη φορά να αμφισβητήσουν την εξουσία των πλουσίων και των ισχυρών και να προκαλέσουν επικίνδυνους συνειρμούς για το πόσο καλύτερη θα μπορούσε να είναι η ζωή τους αν και αυτοί με τη σειρά τους αποκτούσαν “ένα κράτος χωρίς ολιγάρχες”.
Η Μόσχα προήγαγε ενεργά και οργάνωσε τις διαμαρτυρίες στην Ανατολική Ουκρανία ενάντια στις αρχές του Κιέβου, σαν μέρος της προσπάθειάς της να αποδυναμώσει και να διαμελίσει τη χώρα. Το ίδιο το Κρεμλίνο όμως είναι πιθανόν να δυσαρεστηθεί από μία από τις τροπές που παίρνουν αυτές οι διαδηλώσεις: στρέφονται εναντίον των “δικών τους” ολιγαρχών, μια ομάδα με την οποία τον Κρεμλίνο αναζήτησε συνεργασίες και στην οποία στηρίζεται και αυτό στα πλαίσια της Ρωσίας.
Όπως σημείωσε ο Aleksey Verkhoyantsev στη “Svobodnaya Pressa” της Τετάρτης 23 του Ιούλη, “ειδικοί έχουν προβλέψει εδώ και καιρό ότι η πολιτική κρίση στην Ουκρανία θα μπορούσε σύντομα να προσλάβει κοινωνικές διαστάσεις” και πως η ανάμειξη αυτών των δύο στοιχείων “θα μπορούσε να έχει απρόβλεπτες [και πιθανόν ανεξέλεγκτες] συνέπειες” (http://svpressa.ru/politic/article/86185/).
Ο Boris Smelyov, ειδικός αναλυτής του Οικονομικού Ινστιτούτου της Μόσχας και καθηγητής στη Διπλωματική Ακαδημία του Ρωσικού Υπουργείου Εξωτερικών, του είπε ότι μια από τις αιτίες για αυτό είναι το γεγονός ότι “για την πλειοψηφία των πολιτών της Ουκρανίας που ζουν στα νοτιοανατολικά, ο όρος “ομοσπονδιοποίηση” δεν γίνεται καλά κατανοητός”.
Ο απλός ανθρακωρύχος της περιοχής δεν ενδιαφέρεται για τέτοιες λεπτομέρειες, και κατά συνέπεια “βλέπουμε τώρα τους κατοίκους του Ντονμπάς να αναδεικνύουν κοινωνικά αιτήματα που είναι και πιο κατανοητά σε αυτούς και πιο εκρηκτικά. Όπως δείχνει η κατάσταση στην Ελλάδα, τέτοια αιτήματα μόνο να ενδυναμωθούν μπορούν όσο το Κίεβο θα προσπαθεί να αντεπεξέλθει στις απαιτήσεις του ΔΝΤ.
Ο Verkhoyantsev ρώτησε ευθέως τον Shmelyov: θα μπορούσε αυτό το κίνημα να ξεφύγει “τόσο από τον έλεγχο του Κιέβου όσο και της Μόσχας”; Θα μπορούσαν οι ριζοσπάστες “που σήμερα απευθύνουν εκκλήσεις για τη δημιουργία Λαϊκών Δημοκρατιών στα νοτιοανατολικά να αρνηθούν να αναγνωρίσουν την εξουσία των ολιγαρχών και, για παράδειγμα, να εθνικοποιήσουν τα ορυχεία και τις μεγάλες επιχειρήσεις”;
Ο οικονομολόγος από τη Μόσχα δεν απάντησε ευθέως αλλά είπε πως μορφές διαρχίας υπάρχουν ήδη σε πολλά σημεία της νοτιοανατολικής Ουκρανίας αλλά πως ο πραγματικός έλεγχος των περιοχών περνάει περισσότερο ή λιγότερο γρήγορα στα χέρια αυτών που αντιτίθενται στο Κίεβο. Η πρόσληψη κοινωνικών χαρακτηριστικών από τις διαμαρτυρίες μόνο να επιταχύνει μπορεί αυτή τη διαδικασία, αλλά συνάμα, θα ριζοσπαστικοποιήσει επίσης τις δυνάμεις που αντιτάσσονται στο Κίεβο.
“Η δυσαρέσκεια απέναντι στους ολιγάρχες στο Ντονμπάς και το Λουχάνσκ είναι μεγάλη”, είπε ο Shmelyov. Θεωρούνται υπεύθυνοι για πολλά από τα βάσανα των ντόπιων εργατών. “Η κοινωνική οργή μεγαλώνει, και αυτό θα οδηγήσει σε μια σύγκρουση μεταξύ του πληθυσμού και των ιδιοκτητών των εργοστασίων και των ορυχείων”. Κι αυτό με τη σειρά του θα μπορούσε να οδηγήσει τις δυνάμεις οι οποίες θα γεννηθούν να εθνικοποιήσουν αυτές τις εγκαταστάσεις.
Κατά συνέπεια, αυτό που βλέπουμε, συνέχισε, “δεν είναι μόνο η επιταχυνόμενη κατάρρευση της Ουκρανικής σταθερότητας και η όξυνση των τοπικών συγκρούσεων στην Ουκρανία. Βλέπουμε την καταστροφή του φιλελεύθερου-ολιγαρχικού μοντέλου κοινωνικοοικονομικής ανάπτυξης με βάση το οποίο η Ουκρανία πορεύονταν τα τελευταία χρόνια”.
Ο Aleksandr Shatilov, ένας κοινωνιολόγος του Οικονομικού Πανεπιστημίου της Μόσχας, συμφώνησε, προσθέτοντας μόνο ότι οι εντάσεις μεταξύ εργατών και ιδιοκτητών μεγάλωναν όχι μόνο στην ανατολική Ουκρανία αλλά σε ολόκληρη τη χώρα. Προέβλεψε ότι θα ήταν αρκετά πιθανό να υπάρξει “ένας πόλεμος όχι μόνο εναντίον του Κιέβου, αλλά επίσης ενάντια στους Ουκρανούς ολιγάρχες”.
Επίσης, ο Sergey Vasiltsov, βουλευτής του Κομμουνιστικού Κόμματος Ρωσικής Ομοσπονδίας στη Δούμα και διευθυντής του Κέντρου Ερευνών πάνω στην Πολιτική Κουλτούρα της Ρωσίας, συμφώνησε επίσης και είπε ότι παρά τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι εργάτες στην προσπάθειά τους να ενωθούν, είναι αρκετά πιθανό αιτήματα για “ένα κράτος χωρίς ολιγάρχες” να ακούγονται σύντομα στην Ουκρανία.
Ο Vasiltsov είπε πως η λύση για την ανατολική Ουκρανία θα ήταν να ενωθεί με τη Ρωσία, επειδή αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει περιθώριο ύπαρξης μικρότερων κρατών στον κόσμο. Θα πρέπει είτε να γίνουν μέρος ενός μεγαλύτερου κράτους ή δορυφόρος κάποιου άλλου.
Είναι σίγουρα αλήθεια ότι τα πάθη των ανθρακωρύχων και των εργατών στην ανατολική Ουκρανία θα μπορούσαν, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα, να βοηθήσουν τη Μόσχα να υπονομεύσει περεταίρω το Κίεβο. Οι επιθέσεις τους όμως ενάντια στους ολιγάρχες σαν σύνολο συνιστούν την ίδια στιγμή μια απειλή για το Κρεμλίνο γιατί χτυπούν τον θεμέλιο λίθο της εξουσίας του καθεστώτος του Βλαντιμίρ Πούτιν στη Ρωσία.
Και ακριβώς όπως ακτιβιστές σε τρεις ρωσικές επαρχίες ζήτησαν από τον Πούτιν “να εισβάλει” στις επαρχίες τους έτσι ώστε να μπορούν να έχουν κι αυτοί τα δικαιώματα που υποσχέθηκε στην Κριμαία, με τον ίδιο τρόπο θα μπορούσαν κάποιοι στην Ρωσική Ομοσπονδία να παραδειγματιστούν από αυτή την στροφή που λαμβάνουν εσχάτως τα γεγονότα στην Ουκρανία. Θα μπορούσε έτσι πλάι στην εθνικιστική εκδοχή των γεγονότων που προωθεί το Κρεμλίνο να προκύψει τόσο η κοινωνική, όσο και η ταξική εκδοχή τους.
Στο βαθμό που θα συμβεί κάτι τέτοιο η προσάρτηση της Κριμαίας από τον Πούτιν και οι συνεχιζόμενες υπονομευτικές κινήσεις στις οποίες προβαίνει στην ανατολική Ουκρανία, θα μπορούσαν να του γυρίσουν σαν μπούμερανγκ στο εσωτερικό της Ρωσικής Ομοσπονδίας, ωθώντας ρώσους πολίτες αυτή τη φορά να αμφισβητήσουν την εξουσία των πλουσίων και των ισχυρών και να προκαλέσουν επικίνδυνους συνειρμούς για το πόσο καλύτερη θα μπορούσε να είναι η ζωή τους αν και αυτοί με τη σειρά τους αποκτούσαν “ένα κράτος χωρίς ολιγάρχες”.